Ποιοι είμαστε
Αρχική Ζειά-Ζέα, ένα καλοφτιαγμένο παραμύθιΥΓΕΙΑ

Ζειά-Ζέα, ένα καλοφτιαγμένο παραμύθι

14 Ιου
2014

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 10 έτη.

Ισχυρισμός

Ζέα ή ζεια, το «υπερδημητριακό» των αρχαίων Ελλήνων, στο οποίο οφείλεται η εξυπνάδα των προγόνων μας, που μας το σταμάτησαν οι ξένοι και μας επιβάλανε να τρώμε σιτάρι για να μας κάνουν κατώτερούς τους.

Συμπέρασμα

Δεν υπάρχει αρχαία πηγή που να αναφέρει ότι η Ζειά αποτελούσε βασικό στοιχείο της δίαιτας των Ελλήνων.

Ισχυρισμός

Ο ”εθνάρχης” Ελ. Βενιζέλος, το απαγόρευσε δια νόμου

Συμπέρασμα

Δεν υπάρχει καμία καταγεγραμμένη απαγόρευση του Βενιζέλου κατά της ζέας

Ισχυρισμός

Ο Μέγας Αλέξανδρος τάιζε τους στρατιώτες του με ζέα

Συμπέρασμα

Η Ζειά δεν είναι είδος σίτου αλλά πιθανότατα ένα είδος Σόργου που το χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφή, «προσφιλής πάσι τοις ζώοις» και όχι στην διατροφή των ανθρώπων

Πάνε χρόνια τώρα που ο ηλεκτρονικός τύπος έχει κατακλυστεί με πληροφορίες για το υπερ-σιτηρό που ακούει στο όνομα Ζεια/Ζέα.

Παραδείγματα: taneatismikrospilias24.com, maiandros-lykaon.gr, makivilla.blogspot.com, filonoi.gr, olympia.gr, tromaktiko.gr, taneatismikrospilias24.com, typosthes.gr

Μια από τις πολλές παραλλαγές του επίμαχου άρθρου είναι και η παρακάτω:

Η προέλευση

Τα άρθρα και οι αβάσιμες θεωρίες περι Ζέας/Ζειάς που κατακλύζουν ακόμη και σήμερα το διαδίκτυο, “χτίστηκαν” με λίγες προσθήκες ανυπόστατων ισχυρισμών πάνω σε ένα παλιό άρθρο του 1997. Οι προσθήκες αυτές που ξεκίνησαν περίπου το 2010 προέρχονται από τρεις βασικές πηγές.

Η πρώτη, από ένα απόσπασμα βιβλίου του κ. Γ. Αϋφαντή  με τίτλο «Ο ιστορικός εμπαιγμός» έκδοσης 2010. Ο συγγραφέας του ήταν πρώην στρατιωτικός με βαθμό στρατηγού (και υποψήφιος πολιτευτής αργότερα).

Η δεύτερη πηγή-προσθήκη είναι αποσπάσματα από το βιβλίοΤο όλον – ένα βιβλίο για την ίαση”, έκδοσης 2009, του κυρίου Μιχάλη Γρηγορίου. Ο συγγραφέας – μελετητής, σύμφωνα με το το βιογραφικό του, “έφυγε μετανάστης στο Τορόντο του Καναδά, εκεί έμαθε ηλεκτρολογία και ασχολήθηκε με οικοδομικές κατασκευές, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζε ορθοφωνία και έκανε εκφωνήσεις κειμένων στο ραδιόφωνο. Γύρισε στην Ελλάδα στα τέλη 1980 με την οικογένειά του, και έκτοτε ερευνά συστηματικά το όλον, και τον λόγο περί μιας ροής φύσεως, εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου. Ερευνά την σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν, με την βιολογία και την διατροφή, με την γλώσσα και την κωδικοποιημένη αρχαία ιστορική μυθολογία. […]”. 

Τρίτη και νεότερη προσθήκη έγινε από την κυρία Δήμητρα Τυλλιανάκη, η οποία όπως αναφέρει είναι “χειρουργός οδοντίατρος, αν και ξεκίνησε από την κλασική ιατρική, στην πορεία ασχολήθηκε και με την ομοιοπαθητική αλλά και τη διεξοδική μελέτη των διατροφικών συνηθειών στις εποχές του Ιπποκράτη και του Πυθαγόρα”.

Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε, διαβάζοντας οποιοδήποτε από τα σχετικά άρθρα, δεν υποδεικνύεται σε κανένα καμία πηγή, δεν γίνεται καμία επώνυμη αναφορά σε ονόματα επιστημόνων ή ερευνών και φυσικά γράφονται από τελείως αναρμόδιους.

Οι κύριοι ισχυρισμοί όλων αυτών των άρθρων μπορεί να συνοψιστούν στους εξής:

– οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν τόσο έξυπνοι λόγω της Ζέας. Tο εν λόγω σιτηρό βοηθάει το “μη-ερπετικό κομμάτι του ανθρώπινου εγκεφάλου” να «ξεκολλήσει» και να σκέφτεται καλλίτερα.

έρευνες επιστημόνων στον ελλαδικό χώρο κατέληξαν στο συμπέρασμα των υπερευεργετικών ιδιοτήτων της Ζέας. Σύμφωνα με τον κ. Αυφαντή, “βοηθά στην τόνωσιν του ανοσοποιητικού του συστήματος και την πρόληψιν του καρκίνου που του παρέχει το πολυτιμώτατο αμινοξύ «Λυσίνη»”.

– το 1928 (ή το 1926 κατ΄ άλλους) ο Ελευθέριος Βενιζέλος (ή ο Πάγκαλος) με άνωθεν εντολή απαγόρευσε όχι μόνο την καλλιέργειά της Ζέας αλλά ακόμη και το να αναφέρεται ως όρος στα λεξικά ώστε να την ξεχάσουν οι Έλληνες. Έτσι οι κοσμοκράτορες θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον έξυπνο ελληνικό λαό σε “αποβλάκωση”.

– οι μεταφραστές των αρχαίων κειμένων δωροδοκήθηκαν ώστε να μεταφράζουν το σιτάρι Ζέα ως ζωοτροφή και να μας μπερδέψουν.

– η κυρία Τυλλιανάκη κατά την ενασχόλησή της με την Ιπποκράτεια διατροφή ανακάλυψε την σούπερ τροφή της Ζέας, η οποία – σε αντίθεση με το σιτάρι που κρατάει σε «υπνηλία» τον εγκέφαλο – δεν περιέχει γλουτένη. Θεωρεί ότι οι αρχαίοι δεν έτρωγαν σιτάρι αλλά Ζέα, που θεωρείται η τροφή του εγκεφάλου.

Τι είναι η ζεία/Ζέα;

Σύμφωνα με το λεξικό Liddell, Scott

ζειά: ἡ, σχεδὸν ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. ζειαὶ (ὡς τὸ ὄλυραι), εἶδος σιτηροῦ, πιθ. τὸ «ἀσπροσῖτι», ἐξ οὖ ὁ «φάρος», Λατ. far, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ., ἔνθα χρησιμεύει ὡς τροφὴ τῶν ἵππων, πὰρ δ’ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Δ. 41, πρβλ. 604· ἐν τῇ Ἰλ. αἱ ὄλυραι τίθενται ἀντὶ τῶν ζειῶν, ἵπποι… κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας Ε. 196, Θ. 564· καὶ ὁ Ἡρόδ. διαβεβαιοῖ περὶ τῆς ταυτότητος τῶν δύο λέξεων, ὅτι ἐν Αἰγύπτῳ ἐκ τοῦ γεννήματος τούτου παρεσκεύαζον ἄρτον, ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι 2. 36, πρβλ. 2, 77, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 9. 3· καὶ ὅμως ἡ ζειὰ καὶ ἡ ὄλυρα (ἐνταῦθα ἐν χρήσει καθ’ ἑνικ.) διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 8. 1, 3, Διοσκ. 2. 113· ἀφθόνως παρήγετο ἐν τῇ χώρᾳ τῶν Μοσυνοίκων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 27· εὕρηται καὶ ὁ τύπος ζέα ἐν Ἀσκληπ. ἔνθ’ ἀνωτ., Στράβ. κλ. (Κυρίως ζέϝα, πρβλ. Σανσκρ. yava (hordeum)· Λιθ. jawas· ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 3.)

Η wikipedia αναφέρει ότι η ζεία ή ζειά ή ζέα είναι δημητριακό που αναφέρεται κυρίως σε αρχαία κείμενα, και καλλιεργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ., παρατηρείται σύγχυση για την ταυτότητά της. Η Ζέα δεν έχει αποδεδειγμένη συσχέτιση με κανένα σημερινό είδος σιταριού.

Αναφέρεται κυρίως σε αρχαία κείμενα ως δημητριακό και καλλιεργήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Όμως, ήδη από το 2ο αι. μ.Χ., σύμφωνα με τον Γαληνό,  παρατηρείται σύγχυση γύρω από την ταυτότητά της, κάτι που διαπιστώνεται από αναφορές σε διάφορους συγγραφείς από την αρχαιότητα ως πρόσφατα. Έτσι στην πορεία των αιώνων, η ζεια έχει ήδη «ταυτοποιηθεί» από διάφορους συγγραφείς με το Μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum ssp. monococcum), το δίκοκκο σιτάρι (T. turgidum ssp. dicoccum), το σιτάρι σπέλτα ή όλυρα (T. aestivum ποικ. spelta), το κριθάρι (Hordeum vulgare), τη βρίζα ή σίκαλη (Secale cereale), ή το σόργο (Sorghum ποικ.).

A concise dictionary of Greek and Roman antiquities; by Smith, William, Sir, 1813-1893; Warre Cornish, Francis, 1839-1916 σελ.18

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν απέδιδαν στη ζειά «εξαιρετικές» ιδιότητες, αλλά τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για ζωοτροφή (άλογα, πουλιά κλπ.) ή δευτερευόντως για παρασκευή χόνδρου, κάτι που γίνεται σαφές από την προσεκτική μελέτη των αρχαίων κειμένων. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έτρωγαν ψωμί κυρίως από σιτάρι, ενώ κάποιες φορές, ιδιαίτερα οι πρώτοι Ρωμαίοι, έφτιαχναν ψωμί από όλυρα, ζεια ή far, σύμφωνα με τον Cornish.

Συνοπτικά οι κυριότερες ιστορικές αναφορές στη Ζειά, όπως παραθέτονται στο ιστολόγιο Σκεπτέον Ἐστί, είναι οι εξής:

Οι αρχαιότερες πηγές

Οδύσσεια - Αργύρης Εφταλιώτης - εκδ.1900

Οδύσσεια – Αργύρης Εφταλιώτης – εκδ.1900

Στα ομηρικά έπη (8ος -7ος αι. π.Χ) η ζέα ταυτίζεται με την όλυρα (σήμερα θεωρείται πως είναι το Triticum spelta) και αναφέρεται ως ζωοτροφή.

Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος δεν αναφέρει πουθενά τη ζειά, μόνο την όλυρα ανακατεμένη με λευκό κριθάρι (Θ, 564) ως τροφή για τα άλογα. Η ζειά εμφανίζεται πρώτη φορά στα αρχαία κείμενα στην Οδύσσεια (δ, 41), όπως η όλυρα στην Ιλιάδα: ανακατεμένη με λευκό κριθάρι που τρώνε τα άλογα. Λίγο παρακάτω αναφέρει πως η ζειά φύεται μαζί με λευκό κριθάρι, τριφύλλι και σιτάρι στη Λακωνία (δ, 604).

Τον 5ο αιώνα, ο Ηρόδοτος, γράφει για τους Αιγύπτιους πως έχουν την παράξενη συνήθεια να τρέφονται με όλυρα, την οποία κάποιοι ταυτίζουν με τη ζειά: «Ἀλλαχοῦ τρέφονται μέ σίτον καί κριθήν· ἀλλ’ οἱ Αἰγύπτιοι θεωροῦσιν αἰσχρότατον καί ὑποβάλλωνται εἰς τοιαύτην δίαιταν, καί μεταχειρίζονται ὄλυραν, τήν ὀποίαν τινές ὀνομάζουσι ζειάν» (ΙΙ, 36)

Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ, ο μαθητής του Αριστοτέλη, ο Θεόφραστος, θεωρεί τη ζειά διαφορετικό είδος από την όλυρα. Η πρώτη, λέει, χρειάζεται πολύ ιδιαίτερο έδαφος, επειδή έχει πολλές ρίζες που φτάνουν σε μεγάλο βάθος. Για τον καρπό της λέει: «ὁ δέ καρπός κουφότατος καί προσφιλής πᾶσι τοῖς ζώοις » και συμπληρώνει πως μοιάζει πάρα πολύ με τον καρπό του σιταριού και της τίφης.  (Περί Φυτών Ιστορίας, κεφ. Θ).

Την ίδια εποχή, ο Διοκλής ο Καρύστιος, στο έργο του «Υγιεινά προς Πλείσταρχον» παρουσιάζει μία κατάταξη των «σιτίων» ανάλογα με τις « αρετές τους», στην οποία η όλυρα, η τίφη και η ζειά βρίσκονται κάτω από το κριθάρι και το σιτάρι. Ακολουθούν ο μέλινος και το κεχρί.

Άλλος γιατρός της εποχής, ο Μνησίθεος, θεωρεί πως οι καταλληλότεροι σπόροι για τροφή είναι το σιτάρι και το κριθάρι και ακολουθούν η τίφη (που κάποιοι ονομάζουν και όλυρα), μετά η ζειά και τέλος το κεχρί και ο μέλινος. Αναφέρει ότι το ψωμί από ζειά είναι « βαρύ και δύσπεπτον», αλλά το χρησιμοποιούν εξ ανάγκης στα ψυχρά κλίματα, επειδή αυτό το δημητριακό είναι πολύ ανθεκτικό στο κρύο.

Στα κείμενα των επόμενων τεσσάρων αιώνων δεν υπάρχει καμία αναφορά στη ζειά.

Εμφανίζεται πάλι τον 2ο αιώνα μ.Χ, όταν ο διάσημος γιατρός Γαληνός Κλαύδιος στο «Περί τροφών δυνάμεως» αναφέρει τη ζειά ως ξεχωριστό είδος και την εξετάζει λεπτομερώς . Ανατρέχοντας στην πλούσια βιβλιοθήκη του διαπιστώνει πως η ζειά είναι άγνωστη στους γιατρούς της κλασικής περιόδου. Δεν την αναφέρουν ούτε ο Πραξαγόρας ούτε Φιλότιμος ούτε ο σπουδαίος Ιπποκράτης! Διαπιστώνει επίσης ότι οι γιατροί του 4ου αιώνα π.Χ (που είδαμε παραπάνω) θεωρούν πως έχει μικρότερη διατροφική αξία από το κριθάρι και το σιτάρι και μόλις που ξεπερνά το κεχρί!

Σύγχρονη βιβλιογραφία

Το 1833 ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, αναφέρει ότι η ζειά καλλιεργείται στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στη Γερμανία), ενώ δεν υπάρχει καθόλου στην Ελλάδα!

Ο Ιωάννης Παπαδάκης διευθυντής του Ινστιτούτου Καλλιτερεύσεως Φυτών της Θεσσαλονίκης (μετέπειτα Ινστιτούτο Σιτηρών) (1923-1946), καταγράφει όλα τα είδη σίτου στην Ελλάδα και ανάμεσά τους δεν υπάρχει ούτε η ζειά ούτε η όλυρα ούτε κανένα δίκοκκο σιτάρι!

Ο γεωπόνος Αλέξανδρος Λέτσας (1957), αναφέρει  ο άγιος Ιερώνυμος (4ος αι. μ.Χ) ταυτίζει τη ζειά με το Triticum spelta και εξηγεί πως η καλλιέργειά του έχει εγκαταλειφθεί και προτιμώνται βελτιωμένες ποικιλίες σιταριού.

Η ζέα, λοιπόν, δεν εμφανίζεται σε κανέναν κείμενο από τον 3ο  αιώνα π.Χ  και για τέσσερις αιώνες είναι σαν να μην υπάρχει. Επανεμφανίζεται τον  2ο  αιώνα μ.Χ. αλλά πλέον κανείς δεν είναι σίγουρος για την ταυτότητά της. Η καλλιέργεια της ζέας είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τους π.Χ. χρόνους και αντικαταστάθηκε από άλλες ποικιλίες σίτου, των οποίων η επεξεργασία ήταν ευκολότερη.

Κανένας από τους έξυπνους  προγόνους μας δεν αναφέρει το παραμικρό για τις δήθεν ευεργετικές ιδιότητες του καρπού, αντίθετα την αναφέρουν κυρίως ως ζωοτροφή. Το σιτάρι (πυρός) και το κριθάρι (κριθαί) ήταν πρώτα στις προτιμήσεις τους και αναγνωρίζεται η μεγάλη διατροφική τους αξία. Αν η ζειά ήταν υπερτροφή, οι Μυκηναίοι, ο Όμηρος, ακόμα και ο σπουδαίος γιατρός Ιπποκράτης δεν το είχαν υπόψιν τους. Και ο Βενιζέλος δεν χρειάστηκε να την εξαφανίσει γιατί είχε ήδη εξαφανιστεί. Όποιο είδος σίτου και αν ήταν η ζειά, αυτό που γνωρίζουμε είναι πως ήταν χαμηλά στις προτιμήσεις των αρχαίων Ελλήνων.

Ακόμη περισσότερες αναφορές σχετικά με τη Ζέα μπορείτε να διαβάσετε στην αναλυτική βιβλιογραφία του κ. Ευάγγελου Κορπέτη “Η ζειά από την αρχαιότητα έως σήμερα” από το Ινστιτούτο Σιτηρών  ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ» (την οποία μπορείτε να κατεβάστε σε μορφή Pdf από το αρχείο μας). 

Συνοψίζοντας μέχρι τώρα, η ζειά, καλλιεργήθηκε κύρια για ζωοτροφή στην αρχαία Ελλάδα. Άρχισε να χάνεται σταδιακά από τη βιβλιογραφία από τον 3ο αιώνα π.Χ. και επανεμφανίστηκε σ’ αυτή το 2ο αιώνα μ.Χ., οπότε και άρχισε η ατέρμονη συζήτηση για την ταυτότητά της. Αποσύρθηκε δηλαδή, από την ελληνική γεωργία πολύ πριν από το 1ο αιώνα μ.Χ., όταν είχαν γίνει πλέον γνωστά σε όλους τα γυμνόσπερμα σιτάρια, τα οποία απαιτούσαν πολύ λιγότερη μετασυλλεκτική κατεργασία από τα ντυμένα. Όσον αφορά την αμφιλεγόμενη ταυτότητά της, σύμφωνα πάντα με τις καταγεγραμμένες αναφορές, η ζειά θα μπορούσε να είναι η όλυρα, η τίφη, το μονόκοκκο σιτάρι, το δίκοκκο σιτάρι, το σιτάρι σπέλτα, το κριθάρι, η βρίζα (σίκαλη), το σόργο ή και κάτι άλλο.

Σήμερα μερίδα καλλιεργητών θεωρεί ότι πρόκειται για το δίκοκκο, ενώ άλλη μερίδα καλλιεργητών θεωρεί ότι η ζειά πρόκειται για το σπέλτα σιτάρι. Ό,τι όμως και να είναι η φερόμενη ποικιλία, θεωρείται απαραίτητη η προσεκτική χρήση της ονομασίας ζειάς. Οι σπόροι των ντυμένων σιταριών που διακινούνται είναι το μονόκοκκο ή δίκοκκο ή σπέλτα σιτάρι και χρειάζεται να αναφέρονται με το όνομα του είδους του αντίστοιχου είδους, για να μην παραπλανώνται παραγωγοί και καταναλωτές.

Όλα τα σιτάρια, αρχαία ή σύγχρονα, περιέχουν γλουτένη. Δημητριακά χωρίς γλουτένη αποτελούν το ρύζι, το καλαμπόκι, το κεχρί, το ψευτοδημητριακό φαγόπυρο κ.α. Η βασική διαφορά μεταξύ αρχαίων και κοινών σιταριών ως προς τη γλουτένη εντοπίζεται στα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Τα αρχαία σιτάρια απλά έχουν γλουτένη με άλλα χαρακτηριστικά π.χ το ψωμί από αλεύρι δίκοκκου σιταριού δεν φουσκώνει. Επίσης, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, από τους ανθρώπους που πάσχουν από κοιλιοκάκη (αυτοάνοση διαταραχή του λεπτού εντέρου με ευαισθησία στη γλουτένη) και καταναλώνουν προϊόντα σίτου.

Για κάποιους από τους ανυπόστατους ισχυρισμούς του εξεταζόμενου δημοσιεύματος, το ιστολόγιο rodosreport.gr (δεν υπάρχει σήμερα αλλά μπορείτε να επισκεφτείτε την αρχειοθετημένη εικόνα του) το 2013 είχε γράψει τα εξής:

“Ας δούμε όμως τώρα τι είναι και τι δεν είναι η περίφημη Ζειά/Ζεα.

Οι παραπάνω κύριοι μιλάνε για αναφορές της Ζειάς στον Όμηρο , Θεόφραστο, Διοσκουρίδη κτλ. Από τα κείμενα αυτών των αρχαίων συγγραφέων κρατάνε το κομμάτι εκείνο που τους εξυπηρετεί για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους και το υπόλοιπο πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων. Στους αρχαίους συγγραφείς όμως δεν θα βρείτε πουθενά να λέει πως η Ζειά αποτελούσε βασικό στοιχείο της δίαιτας των Ελλήνων αλλά πως ιεραρχικά στην διατροφή των Ελλήνων πρώτο ερχόταν το κριθάρι και μετά το σιτάρι και τελευταία η Ζειά λόγω του ότι είναι δύσπεπτη.

Θα δείτε επίσης πως η Ζειά ενδεχομένως να ήταν στο διαιτολόγιο των Αιγυπτίων αλλά αυτό δεν μας αφορά μιας και μιλάμε για το τι συνέβαινε στον ελλαδικό χώρο και τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων. Οι συγκεκριμένοι κύκλοι ανθρώπων λοιπόν μας λένε πως μέχρι και ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου τρεφόταν με Ζειά και πως οι Έλληνες δεν έτρωγαν καθόλου σιτάρι και κριθάρι αλλά μόνο Ζειά. Ψάχνοντας θα βρείτε πως η Ζειά δεν είναι είδος σίτου αλλά είδος Σόργου, και πως το χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφή, «προσφιλής πάσι τοις ζώοις» και όχι στην διατροφή των ανθρώπων, ένα ακόμη στοιχείο που υποστηρίζει αυτό το επιχείρημα είναι πως η Ζειά δεν θα μπορούσε να είναι είδος σίτου γιατί πολύ απλά αν αυτό το τάιζαν στα ζώα, αυτά θα πέθαιναν από μία αρρώστια που λέγεται τυμπανίτης, και πως για να φάνε τα ζώα τα σιτηρά χρειάζονται πρώτα βράσιμο.

Αν η Ζειά, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς δεν είναι είδος σίτου, τότε τι μας πουλάνε;

Αυτό που μας πουλάνε ως Ζειά, είναι το σιτηρό Triticum Dicoccum ή πιο απλά δίκοκκο σιτάρι, το οποίο μαζί με το μονόκοκκο σιτάρι Triticum monococcum αποτελούν τις δύο βασικότερες ποικιλίες αρχαίου σιταριού της περιοχής που ονομαζόταν ‘εύφορη ημισέληνος’.

Ακόμη μία ποικιλία σίτου που επίσης ανήκει στις αρχαίες είναι η Triticum spelta της οποίας το αλεύρι θα βρείτε στα ράφια ως ντίνκελ, καλλιεργείται σε πιο βόρεια κλίματα και σε σχέση με τις άλλες δύο ποικιλίες είναι η νεότερη. Ωστόσο πρέπει να ξεκαθαριστεί πως αυτές είναι τρεις διαφορετικές ποικιλίες μεταξύ τους, το τονίζω αυτό γιατί κατά καιρούς κάποιοι βαφτίζουν ακόμη και το αλεύρι ντίνκελ ως αλεύρι Ζειάς. Ας αποφασίσουν τι είναι Ζειά τελικά ρε παιδί μου ! Είναι το δίκοκκο ή η σπέλτα;

Στο διαιτολόγιο των Ιταλών υπάρχουν και οι τρεις ποικιλίες με το όνομα Farro, το δίκοκκο θα το βρείτε και ως Emmer, το αλεύρι της σπέλτας ως ντίνκελ.

Πρέπει να τονιστεί πως διατροφικά οι παραπάνω ποικιλίες είναι πολύ ανώτερες από τα σημερινά είδη σίτου (σκληρό, μαλακό, durum, semolina κτλ) και πως όλες περιέχουν γλουτένη, διαφορετικού είδους και σε διαφορετικές ποσότητες και δεν ενδείκνυνται να συμπεριληφθούν στην διατροφή εκείνων που έχουν δυσανεξία στην γλουτένη και σε όσους πάσχουν από κοιλιοκάκη. Ακούγεται τακτικά πως η Ζειά δεν έχει γλουτένη… άρα αν είναι έτσι, τότε αυτό που μας πουλάνε ως Ζεια (triticum dicoccum) , δεν είναι Ζειά, μιας και το δίκοκκο έχει γλουτένη. […]”

Παρακάτω θα βρείτε μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα (πατήστε στις εικόνες για μεγέθυνση) από τις πηγές που προαναφέρθηκαν.

 Φυτολογικό Λεξικό Γενναδίου (1914)