Ποιοι είμαστε
Αρχική Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα;ΟΔΗΓΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα;

23 Αυγ
2014

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 10 έτη.

Σε λίγο στην Όπρα

Τη Δευτέρα, 2 Οκτωβρίου 1995, για πρώτη φορά στη δεκαετή ιστορία του, το τοκ-σόου της Όπρα Γουίνφρυ είχε ως κύρια προσκε­κλημένη μια ειδικό του «παραψυχισμού» (psychic). Λεγόταν Ρόζμαρυ Αλτέα (Rosemary Altea, επαγγελματικό ψευδώνυμο) και ισχυριζόταν ότι επικοινωνεί με τους νεκρούς.

Το βιβλίο που είχε γράψει σχετικά με αυτόν τον ασυνήθιστο ισχυρισμό —O Αετός και το Ρόδο: Μια εντυπωσιακή αληθι­νή ιστορία (The Eagle and the Rose: A Remarkable True Story)— βρισκόταν ήδη στις πρώτες θέσεις του καταλόγου πωλήσεων των εφημερίδων New York Timesκαι Wall Street Journalγια κάμποσες εβδομάδες (ο «Αετός» είναι κά­ποιος Ινδιάνος —το «πνεύμα-οδηγός» της Αλτέα— και η ίδια η Αλτέα εί­ναι το «Ρόδο»). Η Όπρα ξεκίνησε την εκπομπή δηλώνοντας ότι προσκάλεσε τη συγκεκριμένη ειδικό μόνο και μόνο επειδή αρκετοί καλοί και έμπι­στοι φίλοι της είχαν χαρακτηρίσει την Αλτέα ως μία από τις σοβαρότερες παρουσίες στον χώρο του παραψυχισμού. Στη συνέχεια, οι παραγωγοί του σόου πρόβαλαν μερικά λεπτά από ένα βίντεο γυρισμένο την προηγούμενη μέρα, που έδειχνε την Αλτέα επί τω έργω μπροστά σε ένα μικρό ακροα­τήριο, συγκεντρωμένο σε κάποιο διαμέρισμα πολυκατοικίας στο Σικάγο, να κάνει αναρίθμητες ερωτήσεις, να γενικολογεί ακατάσχετα και, πού και πού, να δίνει και κάποιες συγκεκριμένες πληροφορίες για πολυαγαπη μένους εκλιπόντες των μελών του ακροατηρίου. Μετά την προβολή του βίντεο, η Αλτέα άρχισε να «δουλεύει» με το κοινό της στο στούντιο. «Μήπως έχα­σε κανείς εδώ μέσα κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο από πνιγμό;», «Βλέ­πω έναν άντρα να στέκεται πίσω σου», «Υπήρχε και κάποια βάρκα;» κ.ο.κ.

Oprah

Αντίθετα με τους περισσότερους παραψυχιστές που έχω παρακολουθή­σει, η Αλτέα αποτύγχανε παταγωδώς. Το ακροατήριο δεν της παρείχε τα στοιχεία που χρειαζόταν για να «μαντέψει» τις πληροφορίες που ήθελε. Τε­λικά, στο μέσο της εκπομπής, πέτυχε διάνα. Αφού κάλεσε μια μεσήλικη γυ­ναίκα, μισοκρυμμένη πίσω από μια κάμερα, η Αλτέα ανακοίνωσε πως η γυ­ναίκα αυτή είχε χάσει τη μητέρα της από καρκίνο. H γυναίκα άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Επιπλέον, προσέθεσε η Αλτέα, ο νεαρός δίπλα στη γυναίκα ήταν γιος της και τον απασχολούσαν κάποιες αποφάσεις που έπρεπε να πάρει σχετικά με τις σπουδές και την καριέρα του. Εκείνος πα­ραδέχθηκε πως όντως έτσι είχαν τα πράγματα και εξομολογήθηκε τη λυ­πητερή ιστορία του. Το ακροατήριο είχε μείνει άναυδο, η Όπρα δεν ήξερε τι να πει. H Αλτέα έδωσε πρόσθετες λεπτομέρειες και έκανε προβλέψεις. Μετά τη μαγνητοσκόπηση, μια γυναίκα σηκώθηκε και ανακοίνωσε πως εί­χε έλθει για να ξεσκεπάσει την Αλτέα, αλλά ότι είχε πλέον πεισθεί για τις ικανότητές της.

Εδώ κάνει την είσοδό του ο σκεπτικιστής. Τρεις μέρες πριν τη μαγνη­τοσκόπηση της εκπομπής, με πήρε τηλέφωνο μία από τις παραγωγούς της Όπρα. Έκπληκτη που ο εκδότης του περιοδικού Skepticδεν είχε καν ακου­στά τη Ρόζμαρυ Αλτέα, η εν λόγω παραγωγός ετοιμαζόταν να βρει κάποι­ον άλλον να καλέσει στο σόου. Τότε, χωρίς ποτέ να έχω δει την Αλτέα, της περιέγραψα επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο «εργάζεται». H παραγω­γός μού έστειλε αμέσως το αεροπορικό εισιτήριο. Στα λίγα λεπτά που μου δόθηκαν, εξήγησα ότι αυτό που το ακροατήριο είχε μόλις παρακολουθήσει θα μπορούσε να το δει λ.χ. στο «Κάστρο της Μαγείας»*, στο Χόλυγουντ, οποτεδήποτε εμφανιζόταν στο κέντρο αυτό κάποιος μενταλιστής που ξέ­ρει να «χειρίζεται» καλά το ακροατήριό του. Λέγοντας «χειρίζεται», εννοώ τη χρήση της δοκιμασμένης τεχνικής της «ανάγνωσης», κατά την οποία ο μενταλιστής θέτει γενικές ερωτήσεις μέχρι να βρει κάποιον που θα απα­ντήσει παρέχοντας γενναιόδωρα πληροφορίες που του επιτρέπουν να συ­νεχίζει να «διαβάζει τη σκέψη» του συγκεκριμένου θεατή. Αν επιμείνει στις ερωτήσεις, κάποτε θα βρει έναν «στόχο». «Μήπως ήταν καρκίνος του πνεύμονα; Διότι νιώθω έναν πόνο εδώ στο στήθος…». Και ο θεατής απα­ντάει: «καρδιακή προσβολή». «Καρδιακή προσβολή; αυτό εξηγεί τους πό­νους στο στήθος». Ή, «αισθάνομαι πνιγμό, υπήρχε κάποια βάρκα εκεί γύρω; Βλέπω κάτι σαν βάρκα πάνω σε νερό, ποτάμι ίσως ή λίμνη…» κ.ο.κ. Σε ένα ακροατήριο 250 ανθρώπων, μοιραία θα αντιπροσωπεύεται κάθε συ­νηθισμένη αιτία θανάτου.

Οι βασικές αρχές της «ανάγνωσης» είναι απλές: αρχίστε με γενικότητες (αυτοκινητικά ατυχήματα, πνιγμούς, καρδιακές προσβολές, καρκίνους), κρατήστε τη συζήτηση ευχάριστη («θέλει να ξέρεις πως σε αγαπάει πολύ», «μου λέει να σας πω πως δεν υποφέρει πια», «δεν πονάει πλέον») και μην ξεχνάτε ότι το ακροατήριο θα θυμάται τις επιτυχίες και όχι τις αποτυχίες σας («Πώς ήξερε ότι ήταν καρκίνος;», «Πώς βρήκε το όνομά της;»). Πώς όμως θα μπορούσε η Ρόζμαρυ Αλτέα να ξέρει, χωρίς να ρωτήσει, ότι η μη­τέρα της συγκεκριμένης γυναίκας είχε πεθάνει από καρκίνο και ότι ο γιος της ανησυχούσε για την καριέρα του; Για την Όπρα, για τους 250 θεατές μέσα στο στούντιο και για τα εκατομμύρια των τηλεθεατών, η Αλτέα έμοι­αζε να επικοινωνεί πράγματι με τον κόσμο των πνευμάτων.

H εξήγηση έχει βέβαια να κάνει με τον κόσμο αυτό, όχι με τον «άλλο». Νωρίτερα, την ίδια ήμερα, καθώς πήγαινα από το ξενοδοχείο στο στούντιο, βρέθηκα στην ίδια λιμουζίνα με μερικούς από τους καλεσμένους της εκπο­μπής, μεταξύ των οποίων ήταν η συγκεκριμένη γυναίκα και ο γιος της. Κα­τά τη διάρκεια της διαδρομής ανέφεραν ότι είχαν συναντηθεί παλαιότερα με την Λλτέα και είχαν κληθεί από τους παραγωγούς της Όπρα για να μοι­ραστούν την εμπειρία τους με τους τηλεθεατές. Μια και κανένας σχεδόν δεν ήξερε τη μικρή αυτή λεπτομέρεια, η Αλτέα μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία της με τη γυναίκα και τα όσα ήξερε γι’ αυτήν, ώστε να γλυ­τώσει την τελευταία στιγμή από την κατακραυγή. Φυσικά, μίλησα στην εκ­πομπή για τη συζήτηση εκείνη, αλλά, προς κατάπληξή μου, η γυναίκα αρνήθηκε ότι είχε ποτέ συναντηθεί με την Αλτέα και το μέρος αυτό της εκ­πομπής κόπηκε.

Dowser

Δεν πιστεύω πως η Αλτέα εξαπατά συνειδητά το κοινό της χρησιμοποι­ώντας τεχνικές «ανάγνωσης». Νομίζω ότι μάλλον άρχισε να πιστεύει ειλικρινά στις ίδιες τις «παραψυχικές δυνάμεις» της και, ανυστερόβουλα, έμα­θε να «διαβάζει» μετά από πολλές δοκιμές. H ίδια ισχυρίζεται ότι τα πά­ντα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1981, όταν όπως περιγράφει: «Ξύπνησα νωρίς ένα πρωί και τον είδα να στέκεται πλάι στο κρεβάτι και να με κοι­τά. Παρ’ ότι μισοκοιμισμένη, κατάλαβα αμέσως ότι δεν ήταν κάποιο πλά­σμα της φαντασίας μου, κάποια ονειρική εικόνα μέσα στη νύχτα» (1995, σ. 56). Λπό εκεί και πέρα, όπως αποκαλύπτει στο βιβλίο της, ξεκίνησε μια μακροχρόνια διαδικασία «ανοίγματος» του εαυτού της στην πιθανότητα ύπαρξης ενός κόσμου των πνευμάτων, μέσω υπνοπομπικών παραισθήσεων, όπως τις ονομάζουν οι ψυχολόγοι —δηλαδή οπτασιών με φαντάσματα, εξω­γήινους ή αγαπημένα πρόσωπα, που εμφανίζονται καθώς συνέρχεται κανείς από βαθύ ύπνο— και της απόδοσης μυστικιστικών ερμηνειών σε ασυνήθι­στες εμπειρίες. Ωστόσο, είτε μιλούμε για ποντίκια που τραβούν μοχλούς για να βρουν τροφή είτε για ανθρώπους που παίζουν με τους «κουλοχέρη- δες» στο καζίνο, αρκεί κάποια περιστασιακή επιτυχία για να τους κάνει να συνεχίσουν. H πίστη και η συμπεριφορά της Αλτέα διαμορφώθηκαν μέσω λειτουργικής εξάρτησης που βασίστηκε σε μια μεταβλητής αναλογίας δια­δικασία ενίσχυσης — πολλές οι αποτυχίες, αλλά αρκετές επιτυχίες ώστε αυτές να διαμορφώσουν και να διαιωνίσουν την πρακτική της. H θετική ανάδραση, υπό τη μορφή ενθουσιασμένων πελατών, διατεθειμένων να πλη­ρώσουν μέχρι και 200 δολάρια για κάθε συνάντηση, ήταν ένας μηχανισμός ικανός να ενισχύσει την πίστη στις δυνάμεις της και να την ενθαρρύνει στο να «ακονίσει» τις μενταλιστικές της δεξιότητες.

Το ίδιο μάλλον ισχύει και για τον κορυφαίο παραψυχιστή, όσον αφορά την «ανάγνωση» —τον Τζέιμς Βαν Πράαγκ (James Van Praagh)— ο οποίος επί μήνες ολόκληρους άφηνε άναυδο το κοινό του στο νεοεποχικό* τοκ-σόου του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου NBC H άλλη πλευρά (The Other Side), ώσπου τον ξεσκέπασε ένα άλλο πρόγραμμα της αμερικανικής τηλεό­ρασης, τα Άλυτα μυστήρια (Unsolved Mysteries). Ιδού πώς έγινε αυτή η απο­κάλυψη: Με κάλεσαν να καθίσω σε ένα δωμάτιο με εννέα άλλα άτομα. Στη συνέχεια ζητήθηκε από τον Βαν Πράαγκ να μιλήσει για τον καθένα από μας, γνωρίζοντας πως όλοι είχαμε χάσει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο. Είχα στε­νή συνεργασία με τους παραγωγούς ώστε να είναι σίγουρο ότι ο Βαν Πρά­αγκ δεν θα γνώριζε εκ των προτέρων τίποτα για κανέναν μας. (Πέραν του ότι είναι συνδρομητές σε επαγγελματικά περιοδικά δημογραφικού μάρκε­τινγκ, ώστε να μπορούν να κάνουν στατιστικά έγκυρες προβλέψεις με βά­ση την ηλικία, το φύλο, την εθνότητα και τον τόπο διαμονής, ορισμένοι με νταλιστές φτάνουν στο σημείο να δίνουν ονόματα σε ιδιωτικούς ντετέκτιβ για να μάθουν λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή πελατών ή ακροατών τους.) Η «ανάγνωση» του Βαν Πράαγκ θα έπρεπε λοιπόν να γίνει χωρίς καμία εκ των προτέρων πληροφορία. H διαδικασία διήρκεσε 11 ώρες και συμπεριε- λάμβανε αρκετά διαλείμματα για καφέ και για να τσιμπήσουμε κάτι, ένα μεγάλο διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό και αρκετές διακοπές στη μα­γνητοσκόπηση για να αλλάξουν οι τεχνικοί το φιλμ. Ο Βαν Πράαγκ άνοιξε το πρόγραμμα με μισή ώρα «νεοεποχικής» μουσικής και αστρολογικές ασυναρτησίες, ώστε να μας προετοιμάσει για το ταξίδι στην «άλλη» πλευρά. Οι τρόποι του ήταν κάπως θηλυπρεπείς και ο ίδιος φαινόταν να συμπάσχει μαζί μας, σαν να μπορούσε «να νιώσει τον πόνο μας».

Από τα περισσότερα μέλη της ομάδας, ο Βαν Πράαγκ εκμαίευσε την αι­τιολογία του θανάτου μέσω μιας τεχνικής που έβλεπα για πρώτη φορά. Έτριβε το στήθος ή το κεφάλι του λέγοντας «νιώθω έναν πόνο εδώ» και πα­ρατηρούσε την αντίδραση του προσώπου στο οποίο απευθυνόταν. Την τρί­τη φορά που το έκανε, συνειδητοποίησα το γιατί: οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν από προβλήματα που σχετίζονται με την καρδιά, τους πνεύμονες ή τον εγκέφαλο, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη αιτιολογία (π.χ. καρδια­κή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, καρκίνο του πνεύμονα, πνιγμό, πτώση ή αυτοκινητικό ατύχημα). Ορισμένα μέλη του κοινού δεν αντέδρασαν καθό­λου, έτσι δεν μπόρεσε να βγάλει τίποτα και το ανακοίνωσε: «Λυπάμαι. Άμα δεν σου έρχεται, δεν σου έρχεται» Από τους περισσότερους από εμάς όμως εκμαίευσε αρκετές λεπτομέρειες, καθώς και τη συγκεκριμένη αιτιολογία θα­νάτου — όχι όμως χωρίς πάμπολλες αποτυχίες. Τις πρώτες δύο ώρες κατέ­γραφα τον αριθμό των «όχι» και των αρνητικών νευμάτων που εισέπραξε. Υπήρξαν πολύ περισσότερες από εκατό αποτυχημένες εκτιμήσεις, και δώ­δεκα μόνον επιτυχημένες. Ο καθένας θα μπορούσε με λίγη εξάσκηση, αν εί­χε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του και υπέβαλλε αρκετές ερωτήσεις, να τα καταφέρει εξίσου καλά με τον Βαν Πράαγκ.

Παρατήρησα επίσης ότι, κατά τη διάρκεια των διακοπών του γυρίσμα­τος για αλλαγή του φιλμ, ο Βαν Πράαγκ έπιανε κουβέντα με τους καλε­σμένους. «Τι σε έφερε εδώ;», ρώτησε απευθυνόμενος σε μια γυναίκα. Του είπε πως είχε έλθει για τη μητέρα της. Μερικές «αναγνώσεις» μετά το πε­ριστατικό αυτό, ο Βαν Πράαγκ γύρισε και είπε στη γυναίκα εκείνη: «Βλέ­πω μια γυναίκα να στέκεται πίσω σου, μήπως είναι η μητέρα σου;». Πά­ντα είχε ευχάριστα πράγματα να πει. Προσέφερε λύτρωση σε όλους — τα αγαπημένα μας πρόσωπα μας συγχωρούν για τα λάθη μας· μας αγαπούν ακόμα· δεν υποφέρουν πια· θέλουν να είμαστε ευτυχισμένοι. Τι άλλο θα μπορούσε να πει; «Ο πατέρας σου δεν θα σου συγχωρήσει ποτέ ότι κατέ­στρεψες το αυτοκίνητό του»; Ο σύζυγος μιας νεαρής γυναίκας είχε σκοτω­θεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο Βαν Πράαγκ της είπε: «Θέλει να ξέρεις ότι θα ξαναπαντρευτείς». Στην πραγματικότητα ήταν ήδη αρραβωνιασμέ- νη και, φυσικά, θεώρησε την πρόγνωση αυτή επιτυχημένη. Αλλά, όπως εξή­γησα μπροστά στην κάμερα, ο Βαν Πράαγκ δεν προέβλεψε απολύτως τί­ποτα. Δεν της είπε πως είναι ήδη αρραβωνιασμένη. Απλώς της είπε ότι κά­ποια μέρα θα ξαναπαντρευτεί. Και τι μ’ αυτό; Τι άλλο να της έλεγε; Πως θα έμενε χήρα για το υπόλοιπο της ζωής της; Αυτό θα ήταν και στατιστι­κά απίθανο, αλλά και ψυχολογικά δυσάρεστο.

Δραματικότερη στιγμή της ημέρας ήταν όταν ο Βαν Πράαγκ βρήκε το όνομα του γιου ενός αντρόγυνου, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από μια συμ­μορία. «Βλέπω το γράμμα K», είπε. «Κέβιν, μήπως, ή Κεν;» H μητέρα δακρυσμένη και με τρεμάμενη φωνή απάντησε: «Ναι, Κέβιν». Μείναμε όλοι έκπληκτοι. Μετά όμως πρόσεξα ότι η μητέρα φορούσε γύρω από τον λαι­μό της έναν βαρύ κρίκο με το γράμμα Κ γραμμένο με διαμάντια σε μαύ­ρο φόντο. Όταν έκανα αυτή τη διαπίστωση, ο Βαν Πράαγκ αρνήθηκε πως είχε προσέξει τον κρίκο. Μέσα σε 11 ώρες μαγνητοσκόπησης και ψιλοκου­βέντας στα διαλείμματα αποκλείεται να μην τον είχε προσέξει. Εδώ τον πρόσεξα εγώ και δεν θα τον πρόσεχε εκείνος, ο επαγγελματίας;

Περισσότερο κι από τις μενταλιστικές τεχνικές της Αλτέα και του Βαν Πράαγκ, μου κίνησαν το ενδιαφέρον οι αντιδράσεις του κοινού. Ο καθένας μπορεί να μάθει τις τεχνικές της «ανάγνωσης» μέσα σε μισή ώρα. Η τε­χνική λειτουργεί, διότι αυτοί στους οποίους απευθύνεται θέλουν να λει­τουργεί. Όλα τα μέλη του κοινού στη μαγνητοσκόπηση των Άλυτων μυστη­ρίων, εκτός από εμένα, ήθελαν ο Βαν Πράαγκ να πετύχει. Είχαν έλθει για να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους. Στις συνεντεύξεις που έδω­σαν μετά την εμφάνιση του Βαν Πράαγκ, και οι εννέα παρευρισκόμενοι εκ­φράστηκαν θετικά για τις ικανότητές του, ακόμη και εκείνοι που στις πε­ριπτώσεις τους είχε καταφανώς αποτύχει. H κόρη μιας από τις παρευρι­σκόμενες είχε βιασθεί και δολοφονηθεί πριν από πολύ καιρό και η αστυνο­μία δεν είχε βρει ακόμη στοιχεία για την ταυτότητα του δολοφόνου, ούτε καν για τις λεπτομέρειες του εγκλήματος. H μητέρα γύριζε από τοκ-σόου σε τοκ-σόου, ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποια βοήθεια, ώστε να εντο­πίσει τον φονιά της κόρης της. Ο Βαν Πράαγκ άγγιξε την καρδιά της σαν το αλάτι την πληγή. Περιέγραψε τη σκηνή του εγκλήματος: έναν άντρα πά­νω από μια νεαρή κοπέλα — να τη βιάζει και να τη μαχαιρώνει. H αφή­γησή του βύθισε τη συντετριμμένη μητέρα στο κλάμα. (Όλοι θεώρησαν επι­τυχία του ότι βρήκε τον τρόπο θανάτου, όμως νωρίτερα το πρωί, καθώς «ψάρευε» το κοινό του τρίβοντας το στήθος και το κεφάλι του, η μητέρα είχε σύρει τα δάκτυλα πάνω στον λαιμό της, υποδεικνύοντας έτσι ότι ο λαι­μός της κόρης της είχε κοπεί. Ήμουν ο μόνος που ακόμη θυμόταν το περι­στατικό αυτό όταν ο Βαν Πράαγκ το χρησιμοποίησε.)

Μετά τη μαγνητοσκόπηση της εκπομπής, έγινε φανερό πως ο Βαν Πρά­αγκ τους είχε εντυπωσιάσει όλους, εκτός από εμένα. Με προκάλεσαν λοι­πόν να εξηγήσω τις εντυπωσιακές του επιτυχίες. Όταν εντέλει τους εξήγη­σα ποιος είμαι, γιατί βρισκόμουν εκεί και πώς λειτουργεί η «ανάγνωση», οι πιο πολλοί δεν φάνηκε να ενοχλήθηκαν, μερικοί όμως σηκώθηκαν και έφυγαν. Μια γυναίκα με κοίταξε αυστηρά και μου είπε πως «δεν είναι σω­στό» να καταστρέφω τις ελπίδες του κόσμου μέσα στην οδύνη του.

Εδώ λοιπόν βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση του φαινομένου. H ζωή είναι γεμάτη απρόοπτα και αβεβαιότητες, από τις οποίες τρομακτικό­τερη είναι ο τρόπος, ο χρόνος και ο τόπος του θανάτου μας. Γ ια έναν γο­νιό, ακόμα χειρότερος είναι ο φόβος θανάτου του παιδιού του, κάτι που κά­νει όσους έχουν υποστεί μια τέτοια απώλεια ιδιαίτερα επιρρεπείς σε όσα έχουν να τους προσφέρουν οι διάφοροι παραψυχιστές. Υπό την πίεση της πραγματικότητας, όλοι γινόμαστε εύπιστοι. Αναζητούμε καθησυχαστικές βεβαιότητες σε μέντιουμ και χαρτορίχτρες, αστρολόγους και παραψυχιστές. Οι κριτικές μας ικανότητες συντρίβονται από την επέλαση της υπόσχεσης και της ελπίδας που προσφέρονται ως ανακούφιση για τα μεγάλα άγχη της ζωής. Δεν θα ήταν υπέροχο, ο θάνατος να μην είναι και το τέλος; Δεν θα ήταν υπέροχο να μπορούσαμε να ξαναμιλήσουμε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, μετά τον θάνατό τους; Και βέβαια θα ήταν! Όσον αφορά αυτές τις επιθυμίες, οι σκεπτικιστές δεν διαφέρουν διόλου από τους «πιστούς». Είναι μια πανάρχαιη, ανθρώπινη ανάγκη. Σε έναν κόσμο όπου η επιβίωση ήταν εξαιρετικά αβέβαιη, οι πρόγονοί μας, παντού στον πλανήτη, ανέπτυ­ξαν την πίστη σε κάποια μέλλουσα ζωή και στον κόσμο των πνευμάτων. Όταν λοιπόν είμαστε ευάλωτοι και φοβισμένοι, ο προμηθευτής της ελπίδας δεν έχει παρά να μας υποσχεθεί μιαν άλλη ζωή, προσφέροντας έστω και τις πιο σαθρές αποδείξεις. H ανθρώπινη ευπιστία θα φροντίσει για τα πε­ραιτέρω, όπως παρατήρησε και ο ποιητής Αλεξάντερ Πόουπ (Alexander Pope) στο Δοκίμιο περί ανθρώπου («Essay on Man», Επιστολή I, 1.95):

Αιώνια αναβλύζει η ελπίδα στην ανθρώπινη καρδιά· ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι, μα πάντα μέλλει του να γίνει ευλογημένος.

Ανήσυχη η ψυχή από το σπίτι της μακριά, βρίσκει ησυχία και μιλά σε μια μέλλουσα ζωή.*

H ελπίδα αυτή είναι που κάνει όλους μας —σκεπτικιστές και πιστούς— να προσηλωνόμαστε σε ανεξήγητα μυστήρια, να αναζητούμε πνευματικό νόη­μα σε ένα υλικό σύμπαν, να επιθυμούμε την αθανασία και να ελπίζουμε πως μπορεί και να εκπληρωθούν οι προσδοκίες μας για την αιωνιότητα. Αυτό είναι εκείνο που σπρώχνει τόσους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, σε πνευματιστές, σε γκουρού της «Νέας Εποχής» και σε τηλεοπτικούς πα­ραψυχιστές που προσφέρουν μια «φαουστική» συμφωνία: την αιωνιότητα σε αντάλλαγμα με την εθελούσια άρση της δυσπιστίας μας (και, συνήθως, την ελάφρυνση της τσέπης μας).

H ελπίδα όμως αναβλύζει αιώνια τόσο για τους επιστήμονες όσο και για τους σκεπτικιστές. Μας μαγεύουν τα μυστήρια, το σύμπαν μάς προκαλεί δέος, όπως δέος μάς προκαλεί και η ικανότητα του ανθρώπινου είδους να πετυχαίνει τόσα πολλά μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αναζητού­με την αθανασία με τις συλλογικές μας προσπάθειες και τα διαχρονικά μας επιτεύγματα· προσδοκούμε και εμείς οι ελπίδες μας για αιωνιότητα να εκ­πληρωθούν.

Το βιβλίο αυτό μιλάει για ανθρώπους που συμμερίζονται παρεμφερείς πεποιθήσεις και ελπίδες, αλλά που τις ακολουθούν με πολύ διαφορετικές μεθόδους. Μιλάει για τη διάκριση μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης, ιστορίας και ψευδόίστορίας και για τη σημασία της διαφοράς αυτής. Αν και κάθε κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα, όλα μαζί αποκαλύπτουν τη γοητεία των παραψυχολογικών δυνάμεων και της εξωαισθητηριακής αντίληψης (ESP), των UFO και των απαγωγών από εξωγήινους, των φα­ντασμάτων και των στοιχειωμένων σπιτιών. Ωστόσο, πέρα απ’ όλα αυτά, το συγκεκριμένο βιβλίο ασχολείται με αμφιλεγόμενα θέματα που δεν βρί­σκονται κατ’ ανάγκην στο κοινωνικό περιθώριο και τα οποία ενδέχεται να έχουν βλαβερές για την κοινωνία συνέπειες: με την αποκαλούμενη επιστή­μη του δημιουργισμού και την κατά λέξη ερμηνεία της Βίβλου, με την άρ­νηση του Ολοκαυτώματος και την ελευθερία του λόγου, με τη φυλή και τον δείκτη ευφυίας (IQ), με τον πολιτικό εξτρεμισμό και την ακροδεξιά, με τις σύγχρονες «μαγισσοφοβίες» που τροφοδοτούνται από ηθικολογικούς πανι­κούς και μαζικές υστερίες (π.χ. από το σύνδρομο των «ανακτώμενων» ανα­μνήσεων, την κακοποίηση που συνδέεται με σατανιστικές τελετουργίες και τους «διευκολυντές»). Στις περιπτώσεις αυτές, η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στον τρόπο του σκέπτεσθαι.

Αλλά περισσότερο απ’ όλα αυτά —πολύ περισσότερο— το βιβλίο είναι ένας πανηγυρικός για το πνεύμα της επιστήμης και για τη χαρά που κρύ­βει η εξερεύνηση των μεγάλων μυστηρίων του κόσμου, ακόμα και όταν οι οριστικές απαντήσεις μοιάζουν μακρινές. Η πνευματική περιπέτεια είναι που μετράει, όχι ο προορισμός. Ζούμε στην εποχή της επιστήμης. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που οι ψευδοεπιστήμες ακμάζουν — όσοι ασχολού­νται με αυτές ξέρουν ότι οι ιδέες τους πρέπει τουλάχιστον να φαίνονται επιστημονικές, δεδομένου ότι θεμέλιος λίθος της αλήθειας στον πολιτισμό μας είναι η επιστήμη. Οι περισσότεροι από εμάς τρέφουμε ένα είδος πί­στης στην επιστήμη, μια πεποίθηση ότι με κάποιον τρόπο η επιστήμη θα λύσει τα κυριότερα από τα προβλήματά μας — το AIDS, τον υπερπληθυ­σμό, τον καρκίνο, τη ρύπανση, τις καρδιοπάθειες κ.τ.λ. Μερικοί μάλιστα διακατέχονται από προσδοκίες τύπου επιστημονικής φαντασίας για ένα μέλλον χωρίς γηρατειά: θα καταπίνουμε νανοτεχνολογικούς υπολογιστέςου θα επισκευάζουν κύτταρα και όργανα, θα εξαλείφουν κάθε σοβαρή ασθένεια και θα μας διατηρούν στην ηλικία που θέλουμε.

Συνεπώς, η ελπίδα αναβλύζει αιώνια όχι μόνο για τους πνευματιστές, τους θρησκόληπτους, τους οπαδούς της Νέας Εποχής και τους παραψυχι- στές, αλλά και για τους υλιστές, τους επιστήμονες και, ναι, ακόμα και για τους σκεπτικιστές. Διαφέρουμε, όμως, ως προς την πηγή των ελπίδων μας. H πρώτη ομάδα ανθρώπων χρησιμοποιεί την επιστήμη και τη λογική όπου της είναι βολικό και τις απορρίπτει όπου δεν της είναι. Για την ομάδα αυ­τή, κάθε είδους συλλογισμοί είναι αποδεκτοί, αρκεί να εκπληρώνουν τη βα­θιά ριζωμένη ανθρώπινη ανάγκη για βεβαιότητα.

Γιατί;

Στην πορεία της εξέλιξής τους, οι άνθρωποι ανέπτυξαν την ικανότητα να ψάχνουν και να βρίσκουν συσχετίσεις μεταξύ πραγμάτων και γεγονότων στο περιβάλλον τους (π.χ. τα φίδια που κροταλίζουν είναι καλό να απο­φεύγονται…) και οι πλέον ικανοί στο να ανακαλύπτουν συσχετίσεις άφη­σαν και τους περισσότερους απογόνους. Οι απόγονοι αυτοί είμαστε εμείς. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η αιτιοκρατική σκέψη δεν είναι αλάθητη. Κά­νουμε συσχετίσεις, είτε αυτές είναι υπαρκτές είτε όχι. Οι λανθασμένες συ­σχετίσεις είναι δύο ειδών: οι ψευδώς αρνητικές σε σκοτώνουν (π.χ. τα φί­δια που κροταλίζουν είναι αβλαβή)· οι ψευδώς θετικές απλώς κοστίζουν χρόνο και ενέργεια (π.χ. ο χορός της βροχής θα σταματήσει την ξηρασία). Μας μένει μια κληρονομιά ψευδώς θετικών συσχετίσεων — οι υπνοπομπικές παραισθήσεις γίνονται φαντάσματα ή εξωγήινοι· οι θόρυβοι σε ένα άδειο σπίτι οφείλονται σε πνεύματα ή στοιχειά· οι σκιάσεις ενός δέντρου ερμηνεύονται ως εικόνα της Παναγίας· τυχαίες σκιές κάποιων βουνών στον πλανήτη Άρη ερμηνεύονται ως απεικόνιση ανθρώπινου προσώπου που έχει κατασκευαστεί από εξωγήινους πολιτισμούς. H θρησκευτική πίστη επηρε­άζει την αντίληψη: η «απουσία» απολιθωμάτων σε κάποια γεωλογικά στρώματα εκλαμβάνεται ως τεκμήριο θείας Δημιουργίας. H απουσία γρα­πτής διαταγής του Χίτλερ για την εξόντωση των Εβραίων σημαίνει πως ίσως να μην υπήρξε ποτέ τέτοια διαταγή ή …εξόντωση. Συμπτωματικές διατάξεις υποατομικών σωματιδίων και αστρονομικών σχηματισμών μαρ­τυρούν έναν ευφυή δημιουργό του σύμπαντος. Αόριστα συναισθήματα και αναμνήσεις προερχόμενες από ύπνωση και από την καθοδήγηση του θερα­πευτή κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας μετεξελίσσονται σε ξεκάθαρες μνήμες παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, παρά την απουσία στοιχείων που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο.

Οι επιστήμονες κάνουν και αυτοί τα «ψευδώς θετικά» σφάλματά τους — οι μέθοδοι όμως της επιστήμης είναι ειδικά σχεδιασμένες ώστε να τα εξαλείφουν. Αν η υπόθεση της ψυχρής σύντηξης, για να πάρουμε ένα πρό­σφατο και θεαματικό παράδειγμα ψευδώς θετικού σφάλματος, δεν είχε γνωρίσει τέτοια δημοσιότητα πριν καν ελεγχθεί από άλλους επιστήμονες, δεν θα αποτελούσε κάτι ασυνήθιστο. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο προχωρεί η επιστήμη — με αναρίθμητες διαγνώσεις ψευδώς θετικών και ψευδώς αρνητικών σφαλμάτων. Ωστόσο, ο πολύς κόσμος συνήθως δεν πληροφορείται τα σφάλματα αυτά διότι, ως επί το πλείστον, τα αρνητικά αποτελέσματα δεν δημοσιεύονται. Το ότι τα εμφυτεύματα σιλικόνης στους μαστούς ενδέχεται να προκαλούν σοβαρά προβλήματα υγείας αποτέλεσε πρωτοσέλιδη είδηση· το ότι, στη συνέχεια, δεν προέκυψε κανένα πειραμα­τικά αναπαραγώμενο επιστημονικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει την εικα­σία αυτή πέρασε σχεδόν απαρατήρητο.

Τι σημαίνει λοιπόν —θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει— να είναι κα­νείς σκεπτικιστής; Ορισμένοι πιστεύουν ότι σκεπτικισμός είναι η απόρριψη καινούργιων ιδεών ή, ακόμα χειρότερα, συγχέουν τον σκεπτικιστή με τον κυνικό και νομίζουν ότι σκεπτικιστές είναι ορισμένοι στρυφνοί και δυσάρε­στοι τύποι που αρνούνται να δεχθούν κάθε ισχυρισμό που αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη. Αυτό είναι λάθος. Ο σκεπτικισμός είναι μια υπό αίρεσιν προσέγγιση ισχυρισμών. O σκεπτικισμός είναι μέθοδος, όχι θέση. Σε μια ιδεώδη περίπτωση, ο σκεπτικιστής δεν αρχίζει να ερευνά κάτι αποκλείοντας την πιθανότητα το τάδε φαινόμενο να είναι πραγματικό ή ο δείνα ισχυρι­σμός να είναι αληθής. Όταν, για παράδειγμα, μελέτησα τους ισχυρισμούς των αρνητών του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, κατέληξα σκεπτικιστής έναντι των σκεπτικιστών αυτών (βλ. κεφ. 13 και 14). Στην περίπτωση των «ανα­κτημένων αναμνήσεων», βρέθηκα στο πλευρό των σκεπτικιστών (κεφ. 7). Μπορεί κανείς να είναι σκεπτικιστής είτε έναντι κάποιου ισχυρισμού είτε έναντι αυτών που τον αμφισβητούν.

Οι αναλύσεις στο βιβλίο αυτό εξηγούν σε τρία επίπεδα τον λόγο για τον οποίο ο κόσμος πιστεύει σε παράξενα πράγματα:

(1) διότι η ελπίδα αναβλύζει αιώνια·

(2) διότι η σκέψη παρασύρεται σε πλάνη με γενικούς τρό­πους·

(3) διότι η σκέψη παρασύρεται σε πλάνη με συγκεκριμένους τρό­πους.

Δίνω συγκεκριμένα παραδείγματα «παράξενων δοξασιών» ανάμικτα με γενικές αρχές για το τι μπορούμε να μάθουμε εξετάζοντας τις δοξασίες αυτές. Για τον σκοπό αυτό έχω δανειστεί το στυλ του Στήβεν Τζέυ Γκουλ- ντ (Stephen Jay Gould) ως πρότυπο για ένα ισορροπημένο μείγμα του συ­γκεκριμένου και του γενικού, της λεπτομέρειας και της συνολικής εικόνας· ως πηγή έμπνευσης έχω την αφοσίωση του Τζέιμς Ράντι (J. Randi) στην αποστολή του: την εξήγηση μερικών από τα πιο δυσερμήνευτα μυστήρια τόσο της εποχής μας όσο και του παρελθόντος.

Στα πέντε χρόνια αφότου ιδρύσαμε το περιοδικό Scepticκαι τη Σκεπτικιστική Εταιρεία, η Κιμ Ζηλ Σέρμερ (Kim Ziel Shermer), σύντροφος, φίλη και σύζυγός μου, μου έχει προσφέρει ατέλειωτες ώρες γόνιμων συζητήσε­ λικτη ακεραιότητα με την οποία επιμελήθηκαν το βιβλίο αυτό. Τέλος, ο Bruce Mazet έδωσε τη δυνατότητα στο περιοδικό Sceptic, στη Σκεπτικιστική Εταιρεία και στις Εκδόσεις Millenium να πολεμήσουν την άγνοια και τις παρανοήσεις και μας ώθησε πολύ πιο πέρα από τα όρια που θα μπορού­σα ποτέ να ονειρευτώ ότι θα φτάναμε.

Το 1958, στο αριστουργηματικό βιβλίο του H φιλοσοφία της φυσικής επι­στήμης (The Philosophy of Physical Science), ο φυσικός και αστρονόμος Σερ Άρθουρ Στάνλεϋ Έντινγκτον (Sir Arthur Stanley Eddington) έθετε το εξής ερώτημα σχετικά με τις επιστημονικές παρατηρήσεις: «Quis custodiet ipsos custodes» — «ποιος θα παρατηρεί τους παρατηρούντες;». «Ο επιστημο­λόγος», απαντούσε ο ίδιος, «τους παρακολουθεί για να δει τι παρατηρούν στ’ αλήθεια, κάτι που συχνά είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που ισχυ­ρίζονται ότι παρατηρούν. Εξετάζει τις μεθόδους τους και τα θεμελιώδη όρια των οργάνων που χρησιμοποιούν κατά τη διαδικασία αυτή αντιλαμ­βάνεται εκ των προτέρων τα όρια μέσα στα οποία θα πρέπει να κινούνται τα αποτελέσματα που θα πάρουν» (1958, σ. 21). Σήμερα, παρατηρητές των παρατηρητών είναι οι σκεπτικιστές. Ποιος όμως θα παρατηρεί τους σκε­πτικιστές; Εσείς! Επάνω τους, λοιπόν, και καλή διασκέδαση!

Απο το βιβλίο του MICHAEL SHERMER – “Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα;” 

Για την αντιγραφή: Αntichainletter