Ποιοι είμαστε
Αρχική Η Δημοσιογραφική υπερβολή επιστημονικών άρθρωνΔΙΑΦΟΡΑ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Δημοσιογραφική υπερβολή επιστημονικών άρθρων

25 Ιου
2017

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 7 έτη.

Δημοσίευμα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, που κυκλοφόρησε και σε διάφορες ιστοσελίδες, ισχυρίζεται ότι όταν ένας πατέρας ασχολείται απο νωρίς με το παιδί του το βοηθάει να έχει καλύτερη νοητική ανάπτυξη.

ΥΠΕΡΒΟΛΗ

Αρχικά να ξεκαθαρίσω, ότι η πρόθεση μου δεν είναι να εγκαλέσω δημοσιογράφους που υπερβάλλουν ή παραποιούν τα συμπεράσματα επιστημονικών μελετών, ούτε να απαξιώσω τις ίδιες τις μελέτες αυτές.

Η πρόθεση μου είναι να διαφωτίσω πτυχές ενός μεγαλύτερου προβλήματος που υπάρχει στην επικοινωνία των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας στο ευρύτερο κοινό.

Η κακή ή κακόβουλη επικοινωνία, μέσω της χρήσης υπερβολών και παραποιήσεων, δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ της γνώσης που αποκτάμε στις επιστήμες και την κατανόηση αυτής της γνώσης από το ευρύτερο κοινό.

Αυτό το χάσμα επικοινωνίας μπορεί να οδηγήσει τον υπόλοιπο πληθυσμό να κοιτάει με καχυποψία την επιστημονική έρευνα και σε ακραίες μορφές μπορεί να οδηγήσει και στην πλήρη απόρριψη της επιστήμης.

Έτσι δημιουργούνται προϋποθέσεις για ψευδοεπιστήμονες και σωρό άλλων κομπογιαννιτών να συνεχίσουν να πουλάνε τα προϊόντα τους κάτω από την μάσκα επιστημονικών όρων και εννοιών.

Η έρευνα στην ψυχολογία, που σε γενικές γραμμές είναι “πιασάρικη”, είναι ιδιαίτερα επιρρεπής σε αυτού του είδους υπερβολές και παραποιήσεις.

Μόνο, όμως, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πρόβλημα, μπορούμε να προβούμε σε διορθωτικές κινήσεις για την επίλυση του.

Ας κοιτάξουμε λοιπόν, ένα συγκεκριμένο παράδειγμα (εδώ).

Το διαβάσαμε στα:

ΑΠΕ-ΜΠΕ, akappatou.grathina984.gr και athensvoice.gr

Το άρθρο αυτό βασίζεται σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Infant Mental Health Journal και μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.

Το άρθρο του ΑΠΕ-ΜΠΕ περιέγραψε την μελέτη των Sethna et al. (2017) ανεπαρκώς και τα συμπεράσματα της παραποιήθηκαν. Ας δούμε γιατί.

Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου του ΑΠΕ-ΜΠΕ αναφέρεται ότι:

¨Οι ενεργοί μπαμπάδες που περνάνε χρόνο με το μωρό τους, κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του, παίζοντας και αλληλεπιδρώντας μαζί του, το βοηθάνε να έχει στη συνέχεια καλύτερη νοητική ανάπτυξη, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα με ελληνική συμμετοχή.”

Απο την αρχή, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα παρανόησης της έρευνας. Η μελέτη αναφέρει ότι μια ποιοτική σχέση μεταξύ πατέρα και μωρού συσχετίζεται (από νωρίς) με καλύτερη νοητική ανάπτυξη (στα 2 χρόνια).

Παραθέτω εδώ μεταφρασμένα αποσπάσματα από το abstract και τα συμπεράσματα της μελέτης (έμφαση δικιά μου).

Από το abstract:

“Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η σχέση πατέρα-παιδιού απο νωρίς (από 3 μήνες)  μπορεί να επηρεάσει την νοητική ανάπτυξη του παιδιού.”

Από τα συμπεράσματα:

“Τα αποτέσματα αυτής της έρευνας δείχνουν οτι συγκεκριμένες παράμετροι της σχέσης πατέρα-παιδιού, και στα 2 χρονικα σημεία [δηλαδή στους 3 μήνες και στους 24 μήνες] συσχετίζονται με τα αποτελέσματα στο MDI..”

Είναι εμφανές σε όποιον γνωρίζει λίγο στατιστική, ότι μια συσχέτιση δεν υπονοεί, σε καμία περίπτωση, ότι «οι ενεργοί μπαμπάδες…βοηθάνε» στην καλύτερη νοητική ανάπτυξη των μωρών τους. Στην μελέτη αναφέρουν ότι η σχέση μεταξύ πατέρα-μωρού ίσως/μπορεί να επηρεάσει την νοητική ανάπτυξη του μωρού.

Για περαιτέρω εξήγηση γιατί μια συσχέτιση δεν αναλογεί σε αιτιότητα δείτε εδώ.

Επίσης, στην μελέτη των Sethna et al. (2017) αναφέρονται λεπτομερώς στην αδυναμία της μεθοδολογίας τους να ανιχνεύσουν την κατεύθυνση της συσχέτισης αυτής. Δηλαδή, εάν οι πατεράδες που ασχολούνται ποιοτικά μπορεί να επηρεάσουν την νοητική ανάπτυξη των μωρών τους, ή μήπως τα μωρά με καλύτερη νοητική ανάπτυξη επηρεάζουν τους πατεράδες τους να ασχοληθούν πιο ποιοτικά μαζί τους;

Ας συνεχίσουμε λοιπόν στην τρίτη παράγραφο του άρθρου του ΑΠΕ-ΜΠΕ:

“Διαπιστώθηκε ότι όσο περισσότερο ένας μπαμπάς ασχολούνταν ενεργητικά με το μωρό του, τόσο καλύτερες επιδόσεις αυτό εμφάνιζε στα νοητικά τεστ (προσοχής, επίλυσης προβλημάτων, γλώσσας, κοινωνικών δεξιοτήτων κ.α.), που έκανε στα δύο του χρόνια.”

Η μελέτη των Sethna et al. (2017) αναφέρεται σε ποιοτικά στοιχεία της σχέσης πατέρα-βρέφους.

Μελέτησαν τις σχέσεις των πατεράδων με τα μωρά τους όταν ήταν 3 μηνών, κατά την διάρκεια ανοιχτού session (παιχνίδι και ομιλία) για τρία λεπτά. Μετά από 24 μήνες μελέτησαν ξανά τις σχέσεις πατεράδων με τα μωρά τους κατά την διάρκεια παιχνιδιού (2 λεπτών) και κατά την διάρκεια αφήγησης παραμυθιού (5 λεπτών). Στο τέλος του πειράματος (στους 24 μήνες) εξέτασαν την νοητική ανάπτυξη των μωρών.

Τα νοητικά τεστ προσοχής που χρησιμοποίησαν είναι το Bayley Scale of Infant Development (δείτε εδώ).

Αυτό αποτελείται από τρία σκέλη:

Α) το γνωσιακό σκέλος που αφορά την προσοχή του μωρού σε γνωστά και άγνωστα αντικείμενα, την ικανότητα να παρακολουθεί αντικείμενα που πέφτουν, και γενικότερα παιχνίδια προσομοίωσης,

Β) το λεκτικό σκέλος που αφορά την κατανόηση και έκφραση της γλώσσας, δηλαδή πόσο καλά το μωρό ακολουθεί οδηγίες, αναγνωρίζει και ονομάζει αντικείμενα και ανθρώπους,

Γ) το κινησιολογικό σκέλος που μετράει πόσο καλά το μωρό πιάνει πράγματα, κάθεται, ή φτιάχνει πράγματα.

Τι βρήκαν λοιπόν;

Τα αποτελέσματα τους έδειξαν ότι κάποια χαρακτηριστικά των πατεράδων στους 3 μήνες (απόμακρη συμπεριφορά, αρνητικά συναισθήματα, ευαισθησία κτλ) συσχετίζονταν με καλύτερη ή χειρότερη νοητική ανάπτυξη των μωρών στους 24 μήνες.

Επίσης, βρήκαν ότι τα μωρά με πατεράδες που συμμετείχαν ενεργά κατά την διάρκεια του παιχνιδιού (στους 24 μήνες), είχαν καλύτερη νοητική ανάπτυξη σε σύγκριση με τα μωρά που οι πατεράδες τους ήταν πιο απόμακροι ή και πιο επεμβατικοί (controlling).

Τέλος, βρήκαν ότι τα μωρά με πιο ήρεμους πατεράδες κατά την διάρκεια αφήγησης του παραμυθιού (στους 24 μήνες), είχαν καλύτερη νοητική ανάπτυξη σε σύγκριση με τα μωρά που οι πατεράδες τους ήταν πιο αγχώδεις.

Όλα αυτά βέβαια δεν αναφέρονται στο άρθρο. Επίσης, την «επίλυση προβλημάτων», ή «κοινωνικών δεξιοτήτων», που αναφέρεται το άρθρο δεν ξέρω που το βασίζει. Δεν μπορώ να ξέρω εάν αυτή η προσθήκη είναι λόγω παρανόησης ή λόγω συνειδητής υπερβολής. Το αποτέλεσμα μένει το ίδιο. Ο αναγνώστης του άρθρου θα παραμείνει με μια ανακριβή εικόνα της μελέτης.

Το άρθρο στο ΑΠΕ-ΜΠΕ συνεχίζει:

“Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι διάφοροι παράγοντες ασφαλώς εμπλέκονται στην ανάπτυξη ενός παιδιού, αλλά η σχέση με τον πατέρα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του έχει παραγνωρισθεί και δεν έχει μελετηθεί ιδιαίτερα μέχρι σήμερα.”

Η σχέση πατέρα-μωρού, όντως, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Η λακωνική, όμως αναφορά, σε “διάφορους παράγοντες” που επηρεάζουν την ανάπτυξη ενός παιδιού, ξενίζει και φαίνεται επιτηδευμένα παραπλανητική. Στη μελέτη, αντίθετα, αναφέρονται λεπτομερώς οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τα συμπεράσματα τους και πιθανές εναλλακτικές εξηγήσεις του αποτελέσματος τους.

Μετά το άρθρο συνεχίζει:

“Η θετική αυτή επίπτωση αφορά εξίσου τα αγόρια και τα κορίτσια, κάτι που έρχεται να αμφισβητήσει τη διαδεδομένη αντίληψη ότι το παιγνίδι με τον μπαμπά σε πολύ μικρή ηλικία είναι πιο σημαντικό για τα αγόρια από ό,τι για τα κορίτσια. Διαπιστώθηκε επίσης ότι πιο θετική επίδραση στα παιδιά έχουν μπαμπάδες που είναι ευαίσθητοι, ήρεμοι και λιγότερο αγχώδεις.”

Στην εισαγωγή και στην συζήτηση της μελέτης των Sethna et al. (2017) αναφέρεται ότι κάποιες μελέτες έχουν βρει διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών όσων αφορά τη σχέση τους με τον πατέρα. Άλλες δεν βρίσκουν διαφορές.

Παραθέτω μεταφρασμένο απόσπασμα από την συζήτηση της μελέτης εδώ:

“Δεν υπήρξαν ισχυρά στοιχεία ότι η θετική επίπτωση των πατεράδων είναι διαφορετική μεταξύ αγοριών και κοριτσίων. Αυτό είναι σε συμφωνία με προηγούμενες ενδείξεις όσον αφορά διαφορές μεταξυ αγοριών και κοριτσίων σε άλλες περιοχές της παιδικής ανάπτυξης, όπου κάποιες μελέτες βρίσκουν ότι οι πατεράδες φέρονται στους γιούς και στις κόρες τους παρόμοια. Παρόλα αυτά, μια προηγούμενη μελέτη έδειξε ότι οι γιοί ίσως επηρεάζονται περισσότερο απο την πατρική συμμετοχή¨.

Η μελέτη αναφέρεται, επίσης, ξεκάθαρα στο γεγονός ότι η ανάλυση αγοριών κοριτσιών είχε το μικρότερο δείγμα (ν=136, 52.6% κορίτσια), κάτι που είναι προβληματικό για να καταλήξουμε σε αξιόπιστα συμπεράσματα. Αλλά σίγουρα δεν ‘’αμφισβητεί την διαδεδομένη αντίληψη ότι το παιχνίδι με τον μπαμπά είναι πιο σημαντικό για τα αγόρια’’.

Γενική Συζήτηση

Η μελέτη αυτή είναι ενδιαφέρουσα για τον χώρο της ανθρώπινης ανάπτυξης. Είναι η πρώτη (αν όχι από τις πρώτες) που μελετήθηκαν τριών μηνών μωρά και εστιάζεται στα θετικά στοιχεία της σχέσης πατέρα-μωρού. Σίγουρα, όπως κάθε μελέτη, έχει και αυτή κάποια προβλήματα, που βέβαια αναφέρονται και συζητιούνται επαρκώς και με ειλικρίνεια.

Εδώ όμως πρέπει να θίξω δυο σημαντικά θέματα:

Πρώτον, σχεδόν καμία επιστημονική μελέτη δεν αρκεί από μόνη της να διαφωτίσει τι συμβαίνει στο εκάστοτε πεδίο. Η επαλήθευση (Reproducibility) αλλά και ένα σύνολο μελετών (Consilience) πάντα χρειάζονται. Στην επιστήμη βασιζόμαστε στην συμφωνία πολλών ανεξάρτητων ερευνών και αποτελεσμάτων για να είμαστε πιο σίγουροι για τα συμπεράσματα μας.

Η συγκεκριμένη μελέτη ίσως φανεί σημαντική αργότερα, αν χρησιμοποιηθεί σε μια μεγάλη μετα-ανάλυση πάνω στο θέμα (μετα-ανάλυση).

Δεύτερον, μια επίσης σημαντική έννοια στην επιστήμη είναι το πώς (μεθοδολογία) οδηγούμαστε στα ανάλογα συμπεράσματα (epistemology). Εάν δηλαδή η μεθοδολογία είναι ποιοτική, εάν είναι κατάλληλη γι’ αυτό που μελετάμε και εάν έχουμε ελέγξει όλες τις παραμέτρους που μπορεί να επηρεάσουν τα συμπεράσματα μας.

Πώς γίνετε ένα ολόκληρο άρθρο που αναφέρει μια μελέτη να μην αφιερώσει λίγο χώρο να εξηγήσει την μεθοδολογία της μελέτης αυτής; Πώς αυτό μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να καταλάβει την έρευνα αλλά και να ασκήσει κριτική σκέψη στα αποτελέσματα και συμπεράσματα που του παρουσιάζονται;

Η επικοινωνία επιστημονικών μελετών και αποτελεσμάτων, σίγουρα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πολλές φορές οι μελέτες είναι δυσκολονόητες και περίπλοκες. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα παρανόησης ή παρερμηνείας. Επίσης, κάποιες φορές είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε περίπλοκες μεθοδολογίες και συμπεράσματα με απλά λόγια, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά στο ευρύτερο κοινό. Είναι όμως, πολύ σημαντικό αυτή η προσπάθεια να γίνετε με προσοχή και χωρίς επιπολαιότητες.

Εν κατακλείδι

Εάν η εκλαϊκευμένη δημοσίευση των επιστημονικών μελετών είναι πιο ακριβής και αξιόπιστη, τότε, η δημοσιογραφία θα επιτελούσε μέγιστο κοινωνικό έργο και θα συνέβαλε στην καλυτέρευση της σχέση επιστήμης-κοινού.

Αυτό βέβαια δεν βοηθάει στην αύξηση κυκλοφορίας των άρθρων τους.

Συντακτική ομάδα