Ποιοι είμαστε
Αρχική Μύθοι για τον αρχαίο τροφοσυλλέκτηΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μύθοι για τον αρχαίο τροφοσυλλέκτη

13 Αυγ
2017

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 7 έτη.

Παρά τη διαδεδομένη εικόνα του «ανθρώπου κυνηγού», η κύρια δραστηριότητα των σάπιενς ήταν η τροφοσυλλογή, η οποία τους πρόσφερε και τις περισσότερες θερμίδες της δίαιτάς τους, καθώς και πρώτες ύλες, όπως πυρόλιθο, ξύλα και καλάμια.

Οι σάπιενς δεν συνέλεγαν μόνο τροφή και υλικά. Συνέλεγαν επίσης και γνώσεις. Για να επιβιώσουν, χρειάζονταν έναν λεπτομερή νοερό χάρτη της περιοχής τους. Για να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα της καθημερινής τους αναζήτησης τροφής, χρειάζονταν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ανάπτυξης κάθε φυτού και τις συνήθειες κάθε ζώου. Έπρεπε να ξέρουν ποιες τροφές ήταν θρεπτικές, ποιες τους έκαναν να αρρωσταίνουν και πώς να χρησιμοποιούν άλλες για θεραπεία. Έπρεπε να ξέρουν τη διαδοχή των εποχών και τις προειδοποιητικές ενδείξεις της θύελλας ή της ξηρασίας. Μελετούσαν κάθε ρυάκι, κάθε καρυδιά, κάθε αρκουδοσπηλιά, κάθε απόθεμα πυρόλιθου στην περιοχή τους. Κάθε άτομο έπρεπε να μάθει πώς να φτιάχνει πέτρινα μαχαίρια, πώς να μπαλώνει σκισμένα ρούχα, πώς να στήνει κουνελοπαγίδες και πώς να αντιμετωπίζει κατολισθήσεις, δαγκώματα φιδιών ή πεινασμένα λιοντάρια.

Για να κατακτήσουν κάθε μία από τις πολλές αυτές ικανότητες, χρειάζονταν πολλά χρόνια μαθητείας και πρακτικής. Ο μέσος αρχαίος τροφοσυλλέκτης μπορούσε να μετατρέψει ένα κομμάτι πυρόλιθο σε αιχμή για δόρυ μέσα σε λίγα λεπτά. Αν προσπαθήσουμε να μιμηθούμε τις ικανότητες αυτές, μάλλον θα αποτύχουμε οικτρά. Οι περισσότεροι δεν έχουμε τις εξειδικευμένες γνώσεις για τον τρόπο που σπάει ο πυρόλιθος ή ο βασάλτης, ούτε τις λεπτές κινητικές δεξιότητες που απαιτούνται για να τον επεξεργαστούμε με ακρίβεια.

Με άλλα λόγια, ο μέσος τροφοσυλλέκτης είχε ευρύτερες, βαθύτερες και πιο πολύπλευρες γνώσεις για το άμεσο περιβάλλον του απ’ ό,τι οι περισσότεροι σύγχρονοι απόγονοί του. Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι στις βιομηχανικές κοινωνίες δεν χρειάζεται να γνωρίζουν πολλά για το φυσικό περιβάλλον προκειμένου να επιβιώσουν. Τι χρειάζεται πραγματικά να ξέρεις για να επιβιώσεις ως τεχνικός υπολογιστών, ασφαλιστής, καθηγητής ιστορίας ή βιομηχανικός εργάτης; Πρέπει να ξέρεις πολλά για το μικροσκοπικό πεδίο της ειδικότητάς σου, αλλά για τη συντριπτική πλειονότητα των αναγκαίων για τη ζωή, στηρίζεσαι τυφλά στη βοήθεια άλλων ειδικών, των οποίων οι γνώσεις περιορίζονται επίσης στο πεδίο της δικής τους ειδικότητας.

Συλλογικά η ανθρωπότητα γνωρίζει σήμερα πολύ περισσότερα απ’ ό,τι οι αρχαίες ομάδες. Αλλά, σε ατομικό επίπεδο, οι αρχαίοι τροφοσυλλέκτες ήταν οι πιο πολυπράγμονες και επιδέξιοι άνθρωποι στην ιστορία.

Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που δείχνουν ότι το μέγεθος του εγκεφάλου του μέσου σάπιενς έχει στην πραγματικότητα ελαττωθεί από την εποχή των τροφοσυλλεκτών. Η επιβίωση εκείνη την εποχή απαιτούσε ανώτερες νοητικές ικανότητες από όλους. Όταν εμφανίστηκαν η γεωργία και η βιομηχανία, οι άνθρωποι απορούσαν να βασίζονται όλο και περισσότερο για την επιβίωσή τους στις ικανότητες των άλλων και έτσι δημιουργήθηκε «χώρος για βλάκες». Γινόταν πια να επιβιώσεις και να μεταβιβάσεις τα γονίδιά σου στην επόμενη γενιά δουλεύοντας :ως νεροκουβαλητής ή ως εργάτης σε γραμμή παραγωγής.

Οι τροφοσυλλέκτες δεν γνώριζαν στην εντέλεια μόνο τον κόσμο που τους περιέβαλλε, τα ζώα, τα φυτά και τα αντικείμενα, αλλά και τον εσωτερικό κόσμο του σώματος και των αισθήσεών τους. Αφουγκράζονταν και την παραμικρή κίνηση στο γρασίδι για να καταλάβουν αν κρυβόταν εκεί κάποιο φίδι. Παρατηρούσαν προσεκτικά τα φυλλώματα των δέντρων για να ανακαλύψουν φρούτα, μελίσσια και φωλιές πουλιών. Ήξεραν να κινούνται με ελάχιστο θόρυβο και προσπάθεια και να κάθονται, να περπατούν και να τρέχουν με τον πιο ταχύ και αποτελεσματικό τρόπο. Η πολυποίκιλη και συνεχής χρήση του σώματός τους τους έκανε να είναι γυμνασμένοι σαν μαραθωνοδρόμοι. Είχαν τέτοια ευκινησία, που οι σημερινοί άνθρωποι δεν μπορούν να την πετύχουν ούτε ύστερα από χρόνια γιόγκα ή τάι-τσι.

Ο τρόπος ζωής των τροφοσυλλεκτών διέφερε σημαντικά από περιοχή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή, αλλά συνολικά φαίνεται ότι οι τροφοσυλλέκτες απολάμβαναν έναν πιο άνετο και ικανοποιητικό τρόπο ζωής απ’ ό,τι οι περισσότεροι χωρικοί, βοσκοί, εργάτες και υπάλληλοι γραφείου που ήρθαν ύστερα από αυτούς.

Ενώ οι λευκοί άνθρωποι στις σημερινές κοινωνίες της αφθονίας δουλεύουν κατά μέσο όρο 40-45 ώρες την εβδομάδα και οι άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο κόσμο δουλεύουν 60 ή και 80 ώρες, οι τροφοσυλλέκτες που ζουν σήμερα στα πιο αφιλόξενα περιβάλλοντα -όπως η έρημος Καλαχάρι- δουλεύουν κατά μέσο όρο μόλις 35-45 ώρες την εβδομάδα. Κυνηγούν κάθε τρίτη μέρα και η τροφοσυλλογή τούς παίρνει 3-6 ώρες ημερησίως. Σε κανονικές περιόδους, αυτές είναι αρκετές για να εξασφαλιστεί η τροφή της ομάδας. Είναι πολύ πιθανό οι τροφοσυλλέκτες που ζούσαν σε πιο εύφορες ζώνες από την έρημο Καλαχάρι να δαπανούσαν ακόμα λιγότερο χρόνο για την εξασφάλιση τροφής και πρώτων υλών. Επιπλέον, οι τροφοσυλλέκτες είχαν πολύ μικρότερο φόρτο οικιακών εργασιών. Δεν είχαν να πλένουν πιάτα, να βάζουν σκούπα στα χαλιά, να κάνουν παρκέ, να αλλάζουν πάνες και να πληρώνουν λογαριασμούς.

Η τροφοσυλλεκτική οικονομία πρόσφερε στους περισσότερους ανθρώπους μια ζωή πιο ενδιαφέρουσα απ’ ό,τι η γεωργική ή η βιομηχανική. Σήμερα, μια κινέζα εργάτρια φεύγει από το σπίτι της γύρω στις επτά το πρωί, κάνει μια διαδρομή μέσα στη μόλυνση για να φτάσει στη δουλειά της και μετά χειρίζεται την ίδια μηχανή, με τον ίδιο τρόπο, μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, για δέκα ατελείωτες και αποχαυνωτικές ώρες, γυρίζει σπίτι γύρω στις επτά το βράδυ, για να πλύνει τα πιάτα και να βάλει μπουγάδα. Πριν από τριάντα χιλιάδες χρόνια, μια κινέζα τροφοσυλλέκτρια μπορεί να έφευγε από τον καταυλισμό με τους συντρόφους της ας πούμε στις οκτώ το πρωί. Θα τριγυρνούσαν στα κοντινά δάση και τα λιβάδια μαζεύοντας μανιτάρια, ξεθάβοντας φαγώσιμες ρίζες, πιάνοντας βατράχια και ενίοτε τρέχοντας να ξεφύγουν από τίγρεις. Νωρίς το μεσημέρι θα είχαν γυρίσει στον καταυλισμό για να φτιάξουν μεσημεριανό. Έτσι θα τους έμενε άφθονος χρόνος για να κουτσομπολέψουν, να διηγηθούν ιστορίες, να παίξουν με τα παιδιά ή απλώς να ξεκουραστούν. Φυσικά, οι τίγρεις μπορεί κάποια φορά να τους έπιαναν, ή να τους δάγκωνε ένα φίδι, αλλά από την άλλη, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τα τροχαία ατυχήματα και τη βιομηχανική μόλυνση.

Τον περισσότερο καιρό και στις περισσότερες περιοχές, η τροφοσυλλογή παρείχε την ιδανική διατροφή. Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί καμία εντύπωση – αυτό ήταν το διαιτολόγιο των ανθρώπων για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια και το ανθρώπινο σώμα ήταν τέλεια προσαρμοσμένο σε αυτό. Στοιχεία από απολιθωμένους σκελετούς δείχνουν ότι οι αρχαίοι τροφοσυλλέκτες ήταν λιγότερο πιθανό να λιμοκτονήσουν ή να υποφέρουν από ασιτία και ήταν γενικά ψηλότεροι και πιο υγιείς από τους αγρότες απογόνους τους. Το μέσο προσδόκιμο ζωής ήταν κατά τα φαινόμενα μόνο 30-40 χρόνια, αλλά αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή παιδική θνησιμότητα. Τα παιδιά που κατάφερναν να ζήσουν μετά τα πρώτα επικίνδυνα χρόνια της ζωής τους είχαν καλές πιθανότητες να φτάσουν μέχρι τα 60, και ορισμένα έφταναν ακόμα και μέχρι τα 80. Στους σύγχρονους τροφοσυλλέκτες, μια γυναίκα 45 χρονών μπορεί να περιμένει ότι θα ζήσει άλλα 20 χρόνια, και 5-8% του πληθυσμού είναι πάνω από 60 ετών.

Το μυστικό της επιτυχίας των τροφοσυλλεκτών, που τους προστάτευε από τη λιμοκτονία και την ασιτία, ήταν το ιδιαίτερα πολυποίκιλο διαιτολόγιό τους. Οι αγρότες έχουν συνήθως πολύ περιορισμένο και καθόλου ισορροπημένο διαιτολόγιο. Ιδίως στην προνεωτερική περίοδο, οι περισσότερες θερμίδες στη διατροφή ενός αγροτικού πληθυσμού προέρχονταν από έναν μοναδικό καρπό -όπως σιτάρι, πατάτες ή ρύζι- που δεν διαθέτει κάποιες από τις βιταμίνες και τα μεταλλικά στοιχεία και άλλα διατροφικά στοιχεία που χρειάζονται οι άνθρωποι. Ο συνηθισμένος χωρικός στη μεσαιωνική Κίνα έτρωγε ρύζι για πρωινό, ρύζι για μεσημεριανό και ρύζι για βραδινό. Αν ήταν τυχερός, μπορούσε να περιμένει ότι θα φάει τα ίδια και την επόμενη μέρα. Αντίθετα, οι αρχαίοι τροφοσυλλέκτες έτρωγαν τακτικά δεκάδες διαφορετικές τροφές. Η τροφοσυλλέκτρια προγιαγιά του χωρικού μπορεί να έτρωγε μούρα και μανιτάρια για πρωινό’ φρούτα, σαλιγκάρια και χελώνα για μεσημεριανό’ και ψητό κουνέλι με αγριοκρέμμυδα για βραδινό. Το μενού της επομένης μπορεί να ήταν εντελώς διαφορετικό. Αυτή η ποικιλία εξασφάλιζε ότι οι αρχαίοι τροφοσυλλέκτες έπαιρναν όλα τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία.

Επιπλέον, καθώς δεν ήταν εξαρτημένοι από ένα και μοναδικό είδος τροφής, ήταν λιγότερο πιθανό να υποφέρουν αν μία συγκεκριμένη πηγή τροφής έπαυε να αποδίδει. Οι αγροτικές κοινωνίες αφανίζονται από το λιμό όταν μια ξηρασία, μια πυρκαγιά ή ένας σεισμός καταστρέψει την ετήσια σοδειά του ρυζιού ή της πατάτας. Οι κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών δεν είχαν κάποια ανοσία στις φυσικές καταστροφές και υπέφεραν από περιόδους ελλείψεων και πείνας, αλλά συνήθως κατάφερναν να αντιμετωπίσουν τέτοιες δυσκολίες πιο εύκολα. Αν έχαναν κάποιες από τις σταθερές τους τροφές, μπορούσαν να μαζέψουν ή να κυνηγήσουν άλλα είδη ή να μεταφερθούν σε μια περιοχή που είχε πληγεί λιγότερο.

Οι αρχαίοι τροφοσυλλέκτες πλήττονταν επίσης λιγότερο από μολυσματικές ασθένειες. Οι περισσότερες μολυσματικές ασθένειες που έχουν πλήξει τις αγρoτικές και τις βιομηχανικές κοινωνίες (όπως η ευλογιά, η ιλαρά και η φυματίωση) ξεκίνησαν από εξημερωμένα ζώα και μεταφέρθηκαν στους ανθρώπους μόνο μετά την Αγροτική Επανάσταση. Οι αρχαίοι τροφοσυλλέκτες, που είχαν εξημερώσει μόνο το σκύλο, δεν υπέφεραν από αυτή τη μάστιγα. Επιπλέον, οι περισσότεροι άνθρωποι στις αγροτικές και τις βιομηχανικές κοινωνίες ζούσαν σε πυκνοκατοικημένους, ανθυγιεινούς οικισμούς — ιδεώδη εκκολαπτήρια ασθενειών. Οι τροφοσυλλέκτες γυρνούσαν στην περιοχή τους σε μικρές ομάδες, που δεν μπορούσαν να ευνοήσουν την εξάπλωση επιδημιών.

Η ολοκληρωμένη και πλούσια διατροφή, η σχετικά μικρή εργάσιμη εβδομάδα, η σπανιότητα λοιμωδών νοσημάτων, έχουν κάνει πολλούς ειδικούς να χαρακτηρίσουν τις προ-αγροτικές κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών ως τις «πρώτες κοινωνίες της αφθονίας». Είναι λάθος, ωστόσο, να εξιδανικεύουμε τη ζωή των αρχαίων. Αν και ζούσαν καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους στις αγροτικές και τις βιομηχανικές κοινωνίες, ο κόσμος τους μπορούσε, παρ’ όλα αυτά, να είναι σκληρός και ανελέητος. Δεν ήταν σπάνιες οι περίοδοι ελλείψεων και κακουχιών, η παιδική θνησιμότητα ήταν υψηλή, ένα ατύχημα που σήμερα θα ήταν ασήμαντο μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε θανατική καταδίκη. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιθανότατα απολάμβαναν την οικειότητα της περιπλανώμενης ομάδας, αλλά οι άτυχοι που προκαλούσαν την εχθρότητα ή τη χλεύη των υπόλοιπων μελών της ομάδας μάλλον υπέφεραν φρικτά. Οι σύγχρονοι τροφοσυλλέκτες ενίοτε εγκαταλείπουν ή και σκοτώνουν ηλικιωμένα ή ανάπηρα άτομα που δεν μπορούν να ακολουθήσουν το ρυθμό της ομάδας. Τα ανεπιθύμητα μωρά και παιδιά μπορεί να εξοντωθούν, ενώ υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις ανθρωποθυσιών θρησκευτικής έμπνευσης.

Οι Ατσέ, τροφοσυλλέκτες που ζούσαν στις ζούγκλες της Παραγουάης μέχρι τη δεκαετία του 1960, μας αφήνουν να ρίξουμε μια ματιά στη σκοτεινή πλευρά της τροφοσυλλεκτικής ζωής. Όταν πέθαινε ένα μέλος της φυλής, το έθιμο των Ατσέ ήταν να σκοτώνουν ένα μικρό κορίτσι και να τους θάβουν μαζί. Ανθρωπολόγοι που πραγματοποίησαν συνεντεύξεις με τους Ατσέ, κατέγραψαν μία περίπτωση κατά την οποία μία ομάδα εγκατέλειψε έναν μεσήλικο άντρα που αρρώστησε και δεν κατάφερνε να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Τον άφησαν κάτω από ένα δέντρο, πάνω από το κεφάλι του στριφογύριζαν όρνια, περιμένοντας το πλούσιο γεύμα τους. Αλλά ο άντρας συνήλθε και, περπατώντας γρήγορα, κατάφερε να ξαναβρεί την ομάδα. Το σώμα του ήταν καλυμμένο με περιττώματα πουλιών, κι έτσι από τότε το όνομά του έγινε «Κουτσουλιές Όρνιων».

Όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα γινόταν βάρος για την υπόλοιπη ομάδα, ένας από τους νέους άντρες πήγαινε αθόρυβα από πίσω της και τη σκότωνε με ένα χτύπημα του τσεκουριού στο κεφάλι. Ένας άντρας αφηγήθηκε στους ανθρωπολόγους ιστορίες από τα χρόνια της νεότητάς του στη ζούγκλα. «Παραδοσιακά σκότωνα εγώ τις γριές. Σκότωνα τις θείες μου… Οι γυναίκες με φοβούνταν… Τώρα, με τους λευκούς εδώ, έχω γίνει αδύναμος». Τα μωρά που γεννιούνταν χωρίς μαλλιά, τα οποία θεωρούνταν λιγότερο ανεπτυγμένα, θανατώνονταν επιτόπου. Μια γυναίκα θυμόταν ότι το πρώτο της κορίτσι είχε θανατωθεί επειδή οι άντρες της ομάδας δεν ήθελαν άλλο κορίτσι. Σε μια άλλη περίπτωση, ένας άντρας είχε σκοτώσει ένα μικρό αγόρι επειδή είχε «κακή διάθεση και το παιδί έκλαιγε». Ένα άλλο παιδί είχε θαφτεί ζωντανό επειδή «είχε παράξενη όψη και τα άλλα παιδιά το κοροΐδευαν».

Δεν πρέπει, ωστόσο, να βιαστούμε να κρίνουμε τους Ατσέ. Οι ανθρωπολόγοι που έζησαν μαζί τους για χρόνια αναφέρουν ότι η βία μεταξύ ενηλίκων ήταν πολύ σπάνια. Τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες ήταν ελεύθεροι να αλλάζουν συντρόφους κατά βούληση. Χαμογελούσαν και γελούσαν συνεχώς, δεν είχαν ιεραρχία και γενικά περιφρονούσαν τα κυριαρχικά άτομα. Ήταν εξαιρετικά γενναιόδωροι με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους και δεν είχαν την παραμικρή εμμονή με την επιτυχία ή τον πλούτο. Τα πράγματα που εκτιμούσαν περισσότερο στη ζωή ήταν οι καλές κοινωνικές σχέσεις και οι καλές φιλίες. Έβλεπαν τη θανάτωση παιδιών, αρρώστων και ηλικιωμένων όπως βλέπουν σήμερα πολλοί την άμβλωση και την ευθανασία. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι Ατσέ κυνηγήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν χωρίς έλεος από τους παραγουανούς κτηματίες. Πιθανότατα η ανάγκη να αποφεύγουν τους εχθρούς τους ανάγκασε τους Ατσέ να υιοθετήσουν μια εξαιρετικά σκληρή στάση απέναντι σε οποιονδήποτε μπορούσε να γίνει βάρος για την ομάδα.

Η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία των Ατσέ, όπως κάθε ανθρώπινη κοινωνία, ήταν πολύ σύνθετη. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην τη δαιμονοποιούμε και να μην την εξιδανικεύουμε στη βάση μιας επιφανειακής συνάντησης. Οι Ατσέ δεν ήταν ούτε άγγελοι ούτε τέρατα – ήταν άνθρωποι. Όπως ακριβώς και οι αρχαίοι τροφοσυλλέκτες.

****

Από το βιβλίο “Sapiens – Μια Σύντομη Ιστορία του Ανθρώπου” του Yuval Noah Harari