Ποιοι είμαστε
Αρχική Αυτοί που βρίζουν είναι ευφυείς έχουν χιούμορ και είναι πιο έξυπνοι σύμφωνα με ψυχολόγους; -ΚαταρρίπτεταιΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ

Αυτοί που βρίζουν είναι ευφυείς έχουν χιούμορ και είναι πιο έξυπνοι σύμφωνα με ψυχολόγους; -Καταρρίπτεται

5 Δεκ
2018

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 5 έτη.

Σύμφωνα με μια είδηση που κυκλοφόρησε αρχικά σε διάφορα μέσα στο εξωτερικό και “μεταφέρθηκε” στα ελληνικά διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης “έρευνες λένε” πως αυτοί που βρίζουν είναι ευφυής έχουν χιούμορ και είναι πιο έξυπνοι. Ας δούμε γιατί η δήλωση είναι κατ’ ελάχιστον παραπλανητική.

Το είδαμε στα: tilestwra.gr, fanpage.grinewsgr.comnewsbomb.grolatanea.gr,
koytsompolio.grdokari.grmessiniaradio.grtromaktiko.grvalueforlife.grskg247.gr,
awakengr.comthesecretrealtruth.blogspot.commesogeiostv.grtaxidromos.gr
poke.gr

Στο πλαίσιο της κλικοθηρίας ή της τάσης των διάφορων διαδικτυακών μέσων να ψάχνουν ενεργά για επισκεψιμότητα στις σελίδες τους βλέπουμε άρθρα τα οποία είτε έχουν τίτλους που παραπλανούν πλήρως το κοινό καθώς το περιεχόμενο είναι εντελώς άσχετο με αυτό που διαφημίζουν ή άρθρα τα οποία μεγαλοποιούν και διαστρεβλώνουν επιστημονικά δεδομένα για να βγάλουν έναν πιο ελκυστικό τίτλο. Το συγκεκριμένο άρθρο ανήκει στη δεύτερη κατηγορία καθώς επιστρατεύει ελλειπείς μελέτες για να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα που διατυπώνει απο τον τίτλο ή αξιοποιεί πραγματικές μελέτες διαστρεβλώνοντας τα συμπεράσματα τους. Πιο αναλυτικά, στο άρθρο αναφέρεται:


“Το βρίσιμο θεωρείται ανάρμοστη και πολλές φορές προσβλητική συμπεριφορά. Ερευνητές υποστηρίζουν όμως ότι, κάνει καλό στη ψυχική και σωματική υγεία. Όπως λένε είναι σημάδι υψηλού δείκτη νοημοσύνης και χιούμορ. Σύμφωνα με έρευνα του Κολεγίου Μάριστ των ΗΠΑ, σε συνεργασία με το Κολέγιο της Μασαχουσέτης, οι άνθρωποι που βρίζουν δεν είναι αμόρφωτοι, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά πιο έξυπνοι.

Οι ψυχολόγοι Kristin και Timothy Jay ζήτησαν από τους συμμετέχοντες στο πείραμα, να πουν όσες περισσότερες βρισιές μπορούσαν σε ένα λεπτό. Μετά τους ζήτησαν να πουν όσα περισσότερα ζώα μπορούσαν, στο ίδιο χρονικό διάστημα. Από αυτό το απλό πείραμα, οι ερευνητές κατάλαβαν ότι οι άνθρωποι που βρίζουν περισσότερο είναι εύγλωττοι, εκφραστικοί και έχουν μεγαλύτερο λεξιλόγιο. Οι υβριστές απέδωσαν επίσης, καλύτερα και στα IQ τεστ.”


Η μελέτη που επικαλείται ο αρθρογράφος έχει το τίτλο “Τhe pragmatics of swearing”. [πηγή]



Η εν λόγω μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Journal of Politeness Research Language Behaviour Culture”. [πηγή]



Αρχικά η μελέτη δεν παρουσιάζει ερευνητικά δεδομένα αλλα ανασκόπηση παλαιότερων ερευνητικών αποτελεσμάτων σχετικά με τη σύνδεση κατανόησης της αγγλικής γλώσσας και χρήσης προσβλητικών λέξεων ή εκφράσεων. Σύμφωνα με τους ερευνητές λοιπόν, απο την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι άτομα που έχουν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδεση τείνουν να γνωρίζουν σε βάθος τόσο τη συναισθηματική φύση που συνδέεται με τις προσβλητικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα όσο και να κατανοούν το πλαίσιο στο οποίο η χρήση αυτών των λέξεων είναι αποδεκτή. Χρησιμοποιούν μάλιστα το χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι ο πρύτανης μιας σχολής μπορεί να πει τη λέξη “βλάκα” στο εστιατόριο της σχολής ενώ η χρήση της ίδιας λέξης απο έναν φοιτητή στο γραφείο του πρύτανη ήταν ταμπού για τους συμμετέχοντες των μελετών που ανασκόπησαν. Η μελέτη εν ολίγοις δεν εξέτασε την “ευφυΐα” των ατόμων που βρίζουν. Επίσης αυτό που αναφέρει ο αρθρογράφος σχετικά με τα τεστ IQ:


“Οι υβριστές απέδωσαν επίσης, καλύτερα και στα IQ τεστ.”


Είναι καθαρή μυθοπλασία καθώς αυτό δεν αναφέρεται πουθενά μέσα στην έρευνα.

Η ανάλυση της “ευφυΐας” με αυτό το τρόπο δε βγάζει εξ αρχής νόημα. Η ευφυΐα δεν είναι μονοδιάστατη έννοια, υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές όπως για παράδειγμα η “συναισθηματική” η “μαθηματική” και ούτω καθεξής, γεγονός που καθιστά τη συσχέτιση όλων των διαφορετικών ειδών με μια συμπεριφορά όπως το βρίσιμο εξαιρετικά δύσκολο έργο.

Το άρθρο συνεχίζει:


“Παράλληλα, ερευνητές του Πανεπιστημίου Κιλ στην Αγγλία, παρατήρησαν ότι οι βρισιές μειώνουν τον πόνο. Ο επικεφαλής Richard Stephens, έβαλε 67 φοιτητές να κρατήσουν τα χέρια τους, κάτω από παγωμένο νερό. Στην πρώτη δοκιμασία, τους επέτρεψαν να βρίζουν για όσο έκαναν το πείραμα και στη δεύτερη φάση τους το απαγόρευσαν. Παρατηρήθηκε ότι, οι φοιτητές άντεξαν το παγωμένο νερό, 40 δευτερόλεπτα παραπάνω όταν έβριζαν και δεν ένιωθαν πόνο.

Ο Stephens διαπίστωσε επίσης ότι, το βρίσιμο βοηθάει στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Εκτονώνεται ο θυμός και το άγχος. Δημιουργεί το αίσθημα της ανακούφισης και βελτιώνει τη ψυχική κατάσταση, γιατί εξωτερικεύονται τα αρνητικά συναισθήματα. Ο ψυχολόγος Timothy Jay, αναφέρει στο βιβλίο του «Why We Curse» ότι, όσοι βρίζουν φαίνονται πιο αστείοι. Η συμπεριφορά επηρεάζεται από τη νευρολογική κατάσταση, τους ψυχολογικούς περιορισμούς και τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες. Έτσι, μια ιστορία γίνεται πιο αστεία όταν χρησιμοποιούνται βρισιές. «Φέρνει τους άλλους προ εκπλήξεως γιατί λένε λέξεις που θεωρούνται ταμπού και τους κάνουν να γελάνε», ανέφερε ο ψυχολόγος.”


Αρχικά να πούμε ότι τι βιβλίο στο οποίο αναφέρεται ο αρθρογράφος αποτελεί δευτερεύουσα πηγή η οποία στο πλαίσιο αξιολόγησης του ισχυρισμού που γίνεται δεν θα εξεταστεί. Θα ασχοληθούμε μόνο με την μελέτη στην οποία αναφέρεται η οποία έχει το τίτλο “Effect of swearing on strength and power performance”. [πηγή].



Η εν λόγω μελέτη εκδόθηκε απο το περιοδικό “Psychology of Sport and Exercise” το οποίο είναι peer-review περιοδικό, δηλαδή έχει ειδικούς που ελέγχουν τα στοιχεία των άρθρων πριν τη δημοσίευση και έχει αρκετά καλό δείκτη εμπιστοσύνης (impact factor). [πηγή]



Η εν λόγω μελέτη εξέτασε τις επιδόσεις και την αντοχή στο πόνο για τους συμμετέχοντες όταν έβριζαν και όταν δεν έβριζαν. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι συμμετέχοντες που έβριζαν είχαν μεγαλύτερη αντοχή στο πόνο και εμφάνιζαν αυξημένη δύναμη στις συγκεκριμένες δοκιμασίες οδηγώντας στην υπόθεση πως ίσως το βρίσιμο να ενεργοποιούσε κέντρα του εγκεφάλου που συνέβαλαν στη καταστολή συναισθημάτων δυσφορίας ή στη προσωρινή ενίσχυση της αντοχής και της δύναμης.

Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι, πρώτον ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν αρκετά μικρός γεγονός που δε μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε γενικεύσεις όπως αυτή που κάνει ο αρθρογράφος. Επιπλέον, ακόμα και αν οι παράμετροι της μελέτης δεν είχαν καμία απολύτως ατέλεια ή περιορισμό, θα μιλούσαμε και πάλι για μια μελέτη η οποία πρέπει να δώσει τα στοιχεία σε άλλους ερευνητές για να επαναλάβουν το πείραμα σε άλλη χώρα, με άλλο δημογραφικό συμμετεχόντων ώστε να δούμε αν το εν λόγω φαινόμενο είναι όντως σταθερό ανεξάρτητα από τον εξεταζόμενο πληθυσμό και όχι κάποια ιδιαιτερότητα των κατοίκων μιας περιοχής των ΗΠΑ.

Τέλος, οι ίδιοι οι ερευνητές αναφέρουν μέσα στη μελέτη πως η μεγαλύτερη αδυναμία της ανάλυσης τους είναι το γεγονός πως εξέτασαν μόνο μια μορφή συναισθηματικής γλώσσας η οποία είναι το βρύσιμο, λέγοντας χαρακτηριστικά πως το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε πιθανόν να επιτευχθεί με προσομοίωση της ίδιας, έντονα συναισθηματικής, κατάστασης χρησιμοποιώντας διαφορετικές λέξεις που έχουν συσχετιστεί με συναισθηματικά φορτισμένες ή ταμπού καταστάσεις.

Οι αναφορές στην αυξημένη αίσθηση του χιούμορ που προκύπτει όταν ο εκάστοτε άνθρωπος βρίσκεται σε δύσκολες καταστάσεις δε βρίσκονται στην έρευνα αλλά στο βιβλίο ενός εκ των ερευνητών και με βάση το τρόπο παρουσίασης της δήλωσης αποτελεί μάλλον προσωπική τοποθέτηση παρά εδραιωμένο γεγονός.



Όπως αναφέραμε στην αρχή άρθρα όπως το συγκεκριμένο είναι μια προσπάθεια προσέλκυσης κοινού μέσω πρόχειρης παρουσίασης επιστημονικών μελετών με στόχο να βγει ένας ελκυστικός και εύπεπτος τίτλος.

Είναι πτυχιούχος χημείας (B.Sc.) απο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ). Αυτή τη στιγμή παρακολουθεί το αγγλόφωνο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο “Μaster of Arts in Digital Media, Communication and Journalism” στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.